Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Review: Monster Buster (Commodore 64)

Monster Buster (Commodore 64) - Alex (Code)/Retrofan (Graphics)/Taxim (Music)

To Monster Buster είναι ένα παιχνίδι που γνωρίσαμε το 2013, και αυτό γιατί συμμετείχε σε ένα διαγωνισμό όπου και συντελέστηκε μια τεράστια αδικία, αυτόν του RGCD για τα παιχνίδια που θα κυκλοφορούσε το γνωστό site/online shop σε cartridges των 16ΚΒ για τον Commodore 64. Σε ποια αδικία αναφέρομαι, αναρωτιέστε: υπομονή, και όλα θα έχουν απαντηθεί μέχρι να ολοκληρώσετε την ανάγνωση της στήλης…

Πίσω στο Monster Buster λοιπόν, που είναι ένα απλό puzzle game, του τύπου "τρία ή περισσότερα φεύγουν" που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος την τελευταία 20ετία σε υπολογιστές, tablets, smartphones, βασικά σε… οτιδήποτε! Στο Monster Buster ελέγχουμε ένα - ας το πούμε - κανόνι στο κάτω μέρος της πίστας, το οποίο μπορεί να κινήσει την κάνη του αριστερόστροφα και δεξιόστροφα και έχει την δυνατότητα να εκτοξεύει γλυκά (ή όχι και τόσο γλυκά!) πλασματάκια προς το πάνω μέρος της οθόνης. Σκοπός του παίκτη που ελέγχει φυσικά το κανόνι είναι να ταιριάξει τρία ή και περισσότερα ομοειδή πλασματάκια, οπότε και αυτά εξαφανίζονται από την οθόνη, επιβραβεύοντάς μας ταυτόχρονα με πόντους. Όταν - και αν! - καταφέρουμε να εξαφανίσουμε όλα τα πλασματάκια από την οθόνη η πίστα ολοκληρώνεται και προχωράμε στην επόμενη. Αν μάλιστα καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε την πίστα αρκετά γρήγορα, τότε παίρνουμε και bonus πόντους, ανάλογα με την ταχύτητα με την οποία "αδειάσαμε" την πίστα. Τι είπατε; Κάτι σας θυμίζουν όλα αυτά; Μήπως ένα παιχνίδι της Taito με τα δεινοσαυράκια του Bubble Bobble; Όντως, δεν έχετε καθόλου άδικο, το Monster Buster είναι στην ουσία ένας κλώνος του Puzzle Bobble πράγμα που δεν είναι κακό, καθώς προσωπικά δεν θυμάμαι κάποιο παρόμοιο παιχνίδι στον Commodore 64 - τουλάχιστον όχι ολοκληρωμένο.

Μιας και λοιπόν είναι πλήρως κατανοητό για τι είδους παιχνίδι μιλάμε, θα αναφερθώ επιγραμματικά στα χαρακτηριστικά του. Τα γραφικά είναι ακριβώς αυτά που πρέπει, ήτοι αρκετά ευκρινή και, κυρίως, χαριτωμένα και στον τομέα του ήχου έχουμε ηχητικά εφέ, ένα συμπαθέστατο tune ή και τα δύο ταυτόχρονα. Ο χειρισμός είναι του τύπου που ταιριάζει σε retro gamers (δηλαδή μεσήλικες!) καθώς περιορίζεται στα αριστερά, δεξιά και fire, όντας αποστασιοποιημένος από τη μόδα της εποχής που επιτάσσει την ταυτόχρονη χρήση 10 δακτύλων (and then some…)!

To παιχνίδι έχει τρία modes, τα puzzle, random και infinite όπου το πρώτο θυμίζει περισσότερο Puzzle Bobble, στο δεύτερο οι πίστες είναι λιγότερο απαιτητικές και στο τρίτο απλά παίζουμε μέχρι να χάσουμε, καθώς δεν υπάρχουν επίπεδα (πίστες) σε αυτό το τελευταίο mode. Προσωπικά θα προτιμούσα το πρώτο mode καθώς το δεύτερο είναι λίγο μονότονο και το τρίτο περισσότερο… αγχωτικό (!), αλλά - και αυτό το "αλλά" είναι και το μεγάλο ελάττωμα του παιχνιδιού -, δυστυχώς, το Monster Buster δεν είναι Puzzle Bobble. Αυτό σημαίνει ότι τα πλασματάκια που εκτοξεύει το κανονάκι σας δεν περνούν με τόση ευκολία από ανοίγματα-"χαραμάδες" όπως στο arcade της Taito και ότι, πολύ απλά, το να σημαδέψετε πού θα στείλετε την κάθε βολή σας είναι πολύ πιο δύσκολο απ' ότι στο Puzzle Bobble. Ειδικά - και εδώ είναι ακόμα πιο οφθαλμοφανής η διαφορά - εάν πρέπει να σημαδέψετε με "σπόντα" δεν θα τα καταφέρετε, ακόμα και εάν εξαρτάται η ζωή σας από αυτό! Πιθανότατα να φταίει και το γεγονός ότι τα πλασματάκια που ρίχνετε είναι πιο τετραγωνισμένα από τις φούσκες του Puzzle Bobble, οπότε και "βρίσκουν" πιο εύκολα.

Τα παραπάνω δεν κάνουν το Monster Buster κακό παιχνίδι: ίσα-ίσα που είναι εύκολο και διασκεδαστικό. Άλλωστε, στον διαγωνισμό του RGCD που σας ανέφερα στην αρχή του review κατέλαβε την πρώτη θέση, με αποτέλεσμα να κερδίσει την κυκλοφορία του σε cartridge! Απλά, επειδή συνειδητά ή ασυνείδητα παίζοντάς το θα κάνουμε πάντα τη σύγκριση με το Puzzle Bobble και στη σύγκριση αυτή το Monster Buster πάντα θα χάνει, θα μένουμε με μια σχετικά πικρή γεύση, γνωρίζοντας ότι με ελάχιστες αλλαγές το συμπαθέστατο αυτό παιχνιδάκι θα μπορούσε να έχει γίνει τέλειο. Συγχαρητήρια πάντως στα παιδιά του group P1X3L-net καθώς η δημιουργία τους είναι πραγματικά αξιόλογη - και χωράει και σε 16ΚΒ κιόλας, αυτό που το πάτε;


Βαθμολογία 7,5/10

Το παραπάνω review δημοσιεύθηκε στο 12ο τεύχος του περιοδικού Retro Planet, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Far (far) Away...

Φανταστείτε μία οικογένεια home computers που βρισκόταν στα ράφια των καταστημάτων επί 13 ολόκληρα συναπτά έτη. Φανταστείτε συνολικές πωλήσεις 4 εκατομμυρίων υπολογιστών παγκοσμίως. Φανταστείτε ένα chip ήχου που όσοι γνωρίζουν λένε ότι μπορούσε να κοιτάξει το ένα και μοναδικό SID στα μάτια. Φανταστείτε ένα chipset γραφικών υψηλής ανάλυσης με hardware sprites και παλέτα 256 χρωμάτων, δημιουργημένο από τον μέγιστο Jay Miner, τον "πατέρα" της Amiga. Φανταστείτε ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία, συνώνυμο του video gaming από την πρώτη φορά που η καμπίνα του Pong εμφανίστηκε στο ανυποψίαστο κοινό. Φανταστείτε όλα τα παραπάνω να συνδυάζονται σε ένα και μόνο προϊόν, για την ακρίβεια μια οικογένεια 8μπιτων προσωπικών υπολογιστών τα πρώτα μέλη της οποίας κυκλοφόρησαν στα 70s, με όλα τα παραπάνω θαυμαστά χαρακτηριστικά. Ναι, φίλες και φίλοι, όσοι γνωρίζετε θα έχετε ήδη καταλάβει ότι αναφέρομαι στην σειρά των 8bit υπολογιστών που κυκλοφόρησε η Atari, από το 1979 μέχρι και το 1992.

Πραγματικά, πρέπει να αποτελέσει κάποια στιγμή αντικείμενο σοβαρής έρευνας και μελέτης το πώς είναι δυνατόν αυτή η σειρά home computers με όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που σας αράδιασα να μην είναι οικία στην συντριπτική πλειοψηφία των retro addicts. Κι όμως δεν είναι. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά ρίχνοντας μια ματιά στα δημοφιλέστερα έντυπα του χώρου στην Ευρώπη την δεκαετία του '80, οι αναφορές και η ύλη που σχετίζονται με τα 8bit Atari είναι από λιγοστές έως ανύπαρκτες. Τι στο καλό συνέβη;

Με μια πρώτη ματιά, κάποιος μπορεί να εστιάσει στην τιμολογιακή πολιτική της εταιρίας: όντως, στα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας τους οι Atari 400 και 800 ήταν πανάκριβοι, άφθαστοι για το βαλάντιο του μέσου χομπίστα. Πόσο μάλιστα όταν ο 400άρης με το απαράδεκτο πληκτρολόγιο αφής οδηγούσε αναγκαστικά στον μεγάλο αδερφό του, που κόστιζε, είτε λίγο είτε πολύ, 1.000 δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί πάνω-κάτω σε... 3.500€! Συνυπολογίστε και την μέτρια σε δυνατότητες και πάναργη σε ταχύτητα διάλεκτο της γλώσσας BASIC που δινόταν μαζί με τους υπολογιστές αυτούς σε μία εποχή που η παρεχόμενη γλώσσα προγραμματισμού αποτελούσε ένα σοβαρό κριτήριο για την επιλογή ενός υπολογιστή και ήδη έχουμε 2 σημαντικότατους λόγους που οδήγησαν στην - αναλογικά - μικρή δημοφιλία των μηχανημάτων αυτών...

Ευτυχώς, τώρα πια, 41 ολόκληρα χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων μοντέλων της σειράς, τα 8μπιτα Atari υπάρχουν σε σχετική αφθονία εκεί έξω και κυκλοφορούν σε τιμές που δεν είναι απαγορευτικές, δίνοντας την δυνατότητα σε όλο και περισσότερους retro addicts να δοκιμάσουν την θαυμαστή αυτήν πλατφόρμα. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ολοένα αυξανόμενη παραγωγή software (παιχνίδια και demos) που παρατηρούμε την τελευταία 5ετία, θα μπορούσε κανείς να πει ότι - όσο και αν ακούγεται αυτό οξύμωρο για ένα retro μηχάνημα τον καιρό του Covid-19 - το μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό!

Προσωπικά είχα την τύχη πριν από λίγες μέρες να αποκτήσω τον πρώτο μου 8bit Atari, έναν πανέμορφο 800XL, χάρη στον φίλο μου Δημήτρη (dimfil) τον οποίο και ευχαριστώ ολόψυχα, και ο οποίος κατά καιρούς με εφοδιάζει με καταπληκτικά μηχανήματα σε (ακόμα πιο) καταπληκτικές τιμές!

Δεν θα σας πω ψέματα, δεν έχω προλάβει φυσικά στις λιγοστές αυτές μέρες να σχηματίσω ολοκληρωμένη άποψη για την πλατφόρμα. Επειδή όμως όλα αυτά τα χρόνια έχω δει σε βίντεο διάφορες από τις καλύτερες παραγωγές για τα μηχανήματα αυτά, δεν θα μπορούσα παρά να σταθώ σε μία που μου κέντρισε το ενδιαφέρον: πρόκειται για ένα demo, που ονομάζεται Far Away, και αποτελεί προϊόν της δουλειάς του group Agenda.

Το Far Away δείχνει και ακούγεται όμορφα, έχει μεγάλη ποικιλία από εφέ και θεωρώ ότι αποτελεί ένα αξιόλογο showcase των δυνατοτήτων της πλατφόρμας. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Silly Venture του 2019, εντυπωσίασε, χειροκροτήθηκε, αγαπήθηκε, κέρδισε και την πρωτιά στην κατηγορία του και εσείς μπορείτε είτε να το κατεβάσετε από εδώ είτε να το απολαύσετε παρακάτω. Παρακολουθήστε, ακούστε το και ίσως να κεντρίσει και το δικό σας ενδιαφέρον για να ασχοληθείτε με τα 8bit μηχανήματα της Atari. Εγώ πάντως σκοπεύω να το κάνω!



Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Ένας νέος sidecar accelerator για την Amiga 500;

Θυμάστε τον ACA500, τον low budget επιταχυντή της Individual Computers για την Amiga 500 που υποσχόταν ότι θα έκανε σχεδόν τα πάντα και τελικά, λόγω μίας ατυχέστατης σχεδιαστικής επιλογής (2ΜΒ μνήμης RAM) τα... κατέστρεφε όλα;


Επρόκειτο για μία πραγματικά ενδιαφέρουσα περίπτωση add-on: προσέφερε με ευκολία mass storage στην Amiga 500 (και στην A500 Plus), επιτάχυνση, έξτρα μνήμη, αλλά και την δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων από και προς το PC μέσω του 2ου Compact Flash slot που διέθετε. Γενικώς, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ACA500 ήταν μία εξαιρετική επιλογή, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και την χαμηλή τιμή πώλησής του. Δυστυχώς, λόγω της μικρής fast RAM του δεν ήταν δυνατή η χρήση της Amiga 500 ως ενός WHDLoad setup και, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η συντριπτική πλειοψηφία αυτό είχε ως στόχο. Έτσι, ο ACA500 συνοδευόταν πάντοτε από ένα μεγάλο "what if?", μέχρι που εμφανίστηκε στην αγορά ο διάδοχός του, ο ACA500 Plus, που έλυνε όλα τα προβλήματα του προγόνου του αλλά είχε και αρκετά νέα και δελεαστικά χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό θα πρέπει φυσικά να αναφέρω ότι αμφότεροι οι επιταχυντές της Individual Computers έδιναν στους κατόχους τους τη δυνατότητα να συνδέσουν κάποιον accelerator της εταιρίας προοριζόμενο για Amiga 1200 πάνω στον ACA500 (Plus), μετατρέποντας την γερασμένη 500άρα σε... αεριωθούμενο!

Εδώ λοιπόν, εμφανιζόταν και το μεγάλο κουσούρι της όλης ιστορίας: καθώς ο ACA500 ήταν σχεδιασμένος ώστε να τοποθετείται εξωτερικά, στο πλάι της 500άρας, εκεί όπου παλαιότερα συνδέονταν οι περίφημες "sidecar" επεκτάσεις, το αποτέλεσμα ήταν να περισσεύει μία πλακέτα από την αριστερή πλευρά της Amiga. Αν μάλιστα συνέδεε κάποιος και έναν πρόσθετο επιταχυντή για 1200άρα, τότε οι πλακέτες που κρέμονταν από το πλάι ήταν 2! Πέραν του αισθητικού θέματος υπήρχε και αυτό της ασφάλειας: ποιος θα ήθελε ένα μέρος των σωθικών του υπολογιστή του να κρέμονται από το πλάι, εκτεθειμένα σε κοινή θέα αλλά και σε όλους τους πιθανούς κινδύνους;

Ως λύση στο παραπάνω πρόβλημα εμφανίστηκαν διάφορες προστατευτικές θήκες, κυρίως από plexiglass, οι οποίες ήταν ως επί το πλείστο κομψές και όμορφες, μόνο που δεν "έδεναν" καθόλου αισθητικά με το 80s look της 500άρας...


Fast forward στο 2020, και σε μια βόλτα μου σε κάποιο Αμιγκικής θεματολογίας ξένο forum κάπου στο διάστημα της καραντίνας, διαπιστώνω ότι κάποιος μερακλής χρήστης έχει μπει στον κόπο και έχει μετατρέψει την θήκη του κλασικού sidecar HC8+ της GVP σε θήκη για τον ACA500 (και τον Plus) και μάλιστα έχει ανεβάσει τα απαραίτητα αρχείο στο διαδίκτυο προκειμένου, όποιος επιθυμεί να φτιάξει την δική του θήκη και έχει πρόσβαση σε 3D printer, να μπορέσει να το κάνει. "Βρε λες;", σκέφτηκα, καθώς εδώ και περίπου ένα χρόνο είχα στην κατοχή μου έναν ACA500 για την 500άρα μου...


Το πρώτο λοιπόν (και το μοναδικό, για να λέμε και την αλήθεια) πράγμα που έκανα ήταν να επικοινωνήσω με τον φίλο μου τον Δημήτρη στην Θεσσαλονίκη, τον γνωστό στον χώρο ως MasterGR, έναν άνθρωπο λεβέντη, μερακλή και έξω καρδιά που έχει φτιάξει δεκάδες περιφερειακά και επεκτάσεις για όλα τα κλασικά retro μηχανήματα. "Άστο πάνω μου", μου είπε ο Δημήτρης. Και το άφησα.

Πράγματι, όταν επέστρεψα από τις καλοκαιρινές μου διακοπές διαπίστωσα ότι με περίμενε σχεδόν επί 20 μέρες υπομονετικά στο ταχυδρομείο ένα πακέτο:


Το άνοιξα, τσέκαρα τα περιεχόμενά του και ναι, δεν με γελούσαν τα μάτια μου: ο MasterGR τα κατάφερε και πάλι!




Η αλήθεια είναι ότι λόγω του ότι η 500άρα μου ήταν αποθηκευμένη σε μέρος - για να το θέσω κομψά - όχι εύκολα προσβάσιμο, μου πήρε σχεδόν ενάμιση μήνα μέχρι να την "ξεθάψω" προκειμένου να αξιοποιήσω το case που μου έφτιαξε ο Δημήτρης, αλλά, όπως μπορείτε και εσείς να διαπιστώσετε από τις φωτογραφίες που ακολουθούν, τέλος καλό, όλα καλά!








Φυσικά, είναι φανερό ότι για να πετύχει κανείς το χρώμα του sidecar καλό είναι να το βάψει με spray αφού το φτιάξει, όπως άλλωστε συμβουλεύει και ο ίδιος ο δημιουργός του. Το thread από το οποίο ξεκίνησαν όλα και τα αρχεία για το 3D printing μπορείτε να τα βρείτε εδώ. Έτσι λοιπόν, με ένα κουτάκι σαν κι αυτό κι έναν ACA500 ή ACA500 Plus θα έχετε έναν ολοκαίνουριο sidecar accelerator για την 500άρα σας εν έτει 2020. Όχι κι άσχημα...





Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

The Amiga 500; Είναι δυνατόν;

Όσοι διαβάζουν τακτικά το blog μου σίγουρα έχουν διαβάσει για τον The C64 και για το C64 Mini, τα προϊόντα της Retro Games Ltd. που φιλοδοξούν να ξαναφέρουν στα γραφεία και στα σαλόνια μας γνώριμα υπολογιστικά σχήματα του παρελθόντος.

Προσωπικά - και προφανώς δεν ντράπηκα να το γράψω - ο The C64 με ενθουσίασε. Έπαιζε τα πάντα, είχε λογικότατη τιμή, BASIC, λειτουργικό πληκτρολόγιο, normal & turbo loading, σύγχρονα ports για επικοινωνία με τον έξω κόσμο (HDMI και USB) και, κυρίως, ένα σχήμα λατρεμένο από τα 80s, αυτό του "φραντζόλα" Commodore 64. Και όλα αυτά σε τιμή μικρότερη από ένα 1541 Ultimate, ήτοι μιλάμε για το απόλυτο "πακέτο" για το 95% των χρήσεων που μπορεί να έχει ένας 64άρης.

Με όλα τα παραπάνω ως δεδομένα ήταν επόμενο να αναφωνήσω "shut up and take my money!" όταν πληροφορήθηκα για το νέο προϊόν της Retro Games Ltd, αυτό εδώ:

 
Εννοείται πως όταν με το καλό το παραλάβω θα ενημερώσω με ανάρτηση συνοδευόμενη από πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Και, αν κάποιος ρωτήσει "τι είναι ακριβώς αυτό το μηχάνημα;", η εύκολη απάντηση είναι "ένας The C64 με εμφάνιση VIC-20, τίποτα περισσότερο". Άλλωστε και ο The C64 διέθετε και VIC-20 mode λειτουργίας, οπότε δεν μιλάμε για κάτι πραγματικά καινούριο. Στην ουσία ναι, αυτό που σκέφτεστε συμβαίνει, αγόρασα 2η φορά το ίδιο μηχάνημα! Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο - μάλλον συνηθισμένο είναι εκεί έξω -, οπότε, περί ορέξεως...

Το θέμα όμως της τρέχουσας ανάρτησης είναι άλλο. Βλέπετε, η Retro Games Ltd. ανακοίνωσε εμμέσως πλην σαφώς ότι μέσα στην επόμενη χρονιά (2021) θα κυκλοφορήσει... wait for it... την Amiga 500! Τι, δεν το πιστεύετε; Δείτε και μόνοι σας:

 

"Πφφφ, εξομοίωση" μπορεί να πει κάποιος. Ναι, αλλά αν μιλάμε για μηχάνημα με φυσικό μέγεθος, λειτουργικό πληκτρολόγιο και (προφανώς) τρόπο για loading από σύγχρονο, mass storage device των .adf images, τότε, για μένα τουλάχιστον, απλά θα τα σπάει!

Δεν θα κάτσω τώρα να αραδιάσω επιχειρήματα για την παραπάνω άποψη - έχουμε άλλωστε όλο τον καιρό μέχρι να κυκλοφορήσει (αν κυκλοφορήσει, εννοείται) το μηχάνημα, και στον χώρο της πάλαι ποτέ "Μεγάλης Κυρίας" του home computing το μόνο δεδομένο είναι ότι τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο αν δεν το δούμε με τα μάτια μας και δεν το ακουμπήσουμε με τα χέρια μας! Μέχρι τότε πάντως σε κάποιους είναι σίγουρο ότι μας άνοιξε για τα καλά η όρεξη...

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Μια δυστοπία, ένας νεκρός συγγραφέας και ένα demo για τον Commodore 64

Πάνε πια 63 χρόνια από το μακρινό 1957, την χρονιά που δημοσιεύθηκε στην Αργεντινή για πρώτη φορά το El Eternauta, ένα κόμικ που είχε γράψει ο Héctor Germán Oesterheld και το οποίο είχε εικονογραφήσει ο Francisco Solano López. Περιγράφοντας ένα δυστοπικό Buenos Aires σκεπασμένο από ένα πέπλο θανατηφόρου χιονιού και τον αγώνα μιας χούφτας ανθρώπων για την επιβίωση απέναντι σε εξωγήινους εισβολείς και αδίστακτους και επικίνδυνους επιζώντες, το El Eternauta λατρεύτηκε από το κοινό και οδήγησε σε δύο συνέχειες, τα El Eternauta, remake το 1969 και El Eternauta, segunda parte το 1976.

 
Πέραν της εξόχως ενδιαφέρουσας ιστορίας και πλοκής του αλλά και του εξαιρετικού artwork του, το El Eternauta αγαπήθηκε από το αργεντίνικο κοινό γιατί πάνω απ' όλα ήταν μία αλληγορική ιστορία, με την απειλή των εξωγήινων εισβολέων στις ζωές των απλών ανθρώπων να συμβολίζει τα στρατιωτικά πραξικοπήματα που σημάδεψαν την ιστορία της χώρας το 1955, το 1966 και το 1976.

Οι προοδευτικές ιδέες του Héctor Germán Oesterheld και οι αριστερές του πεποιθήσεις δεν τον οδήγησαν μονάχα στην συγγραφή του El Eternauta, του Remake και του Δεύτερου Μέρους. Τον ώθησαν να γράψει την βιογραφία του Ernesto 'Che' Guevara, το 450 Years of War Against Imperialism, αλλά και να γίνει μέλος των Montoneros, μίας ομάδας αριστερών ανταρτών που αντιστέκονταν στο δικτατορικό καθεστώς. Όλα αυτά τον κατέστησαν επικίνδυνο για τα όσα πρέσβευαν τα παράνομα στρατιωτικά καθεστώτα, καθώς ήταν μία πένα και μία φωνή που αγαπήθηκε από τον λαό (και κυρίως από την νεολαία) και η οποία, για το καλό της στρατιωτικής χούντας, θα έπρεπε σύντομα να σιωπήσει. Για πάντα.

Το μοιραίο συνέβη κάπου μεταξύ 1977 και 1978, όταν οι άνθρωποι της Τελευταίας Στρατιωτικής Χούντας όπως ονομάστηκε, η οποία όχι μόνο χρηματοδοτήθηκε από το Κογκρέσο αλλά στηρίχτηκε και επίσημα από την τότε κυβέρνηση των Η.Π.Α., συνέλαβαν τον Héctor Germán Oesterheld, τις 4 κόρες του και τους συντρόφους αυτών. Κανένας εκ των 9 δεν ξαναεμφανίστηκε έκτοτε, κανένας δεν δικάστηκε ή φυλακίστηκε επίσημα, και όλοι τους θεωρούνται μέλη της μαύρης λίστας των 8.961 "εξαφανίσεων" για τις οποίες ευθυνόταν ο δικτάτορας Jorge Rafael Videla και οι συνεργάτες του. 

 
Παρά τα 43 χρόνια που έχουν περάσει από την εξαφάνιση του Héctor Germán Oesterheld, ο κληρονομιά που άφησε με τα έργα του έχει αγαπηθεί και από τις νεότερες γενιές, και το (σχεδόν) ολοκαίνουριο demo του group Pungas De Villa Martelli αποτελεί την πλέον τρανή απόδειξη: ονομάζεται Cuarentenauta (ο τίτλος είναι εμπνευσμένος φυσικά από το El Eternauta) και παρουσιάζει - τι άλλο; - μια δυστοπία, έναν κόσμο στον οποίο είναι από επικίνδυνο μέχρι και θανατηφόρο για τους ανθρώπους να βγουν από τα σπίτια τους και να κυκλοφορήσουν στους δρόμους και στη φύση. Ευρισκόμενοι άπαντες σε κατάσταση καραντίνας και υπό την απειλή της πανδημίας του Covid (ή μήπως πρόκειται για κάτι άλλο, άραγε;), οι κάτοικοι αυτού του κόσμου συνειδητοποιούν ότι έφτασε μια μέρα και μια εποχή που δεν την περίμεναν ποτέ, που δεν βρισκόταν ούτε καν στους πιο σκοτεινούς τους εφιάλτες, αλλά που τώρα πλέον είναι η πραγματικότητα και η καθημερινότητά τους.

Όπως καταλαβαίνετε, θεματολογικά αλλά και άποψη διάθεσης το Cuarentenauta δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο demo. Δεν είναι μια ακόμα ποιοτική παραγωγή για τον Commodore 64 από τις δεκάδες που (για καλή μας τύχη) αντικρίζουμε κάθε χρόνο. Είναι ένα δυαδικό έργο τέχνης, ένας φόρος τιμής από ένα αργεντίνικο group σε μία εμβληματική προσωπικότητα της τόσο δοκιμασμένης και ταλαιπωρημένης αυτής χώρας της λατινικής Αμερικής, μία δημιουργία που αποδεικνύει περίτρανα ότι ένας 8μπιτος υπολογιστής 38 ετών μπορεί να αποτελέσει τον καμβά για κάποιον που θέλει να εξωτερικεύσει συναισθήματα, που θέλει να εκφραστεί και να δημιουργήσει.

 
Αν από όλα τα παραπάνω δεν έχετε καταλάβει μέχρι τώρα ότι το Cuarentenauta είναι ένα demo που αξίζει να δείτε, να βιώσετε και να απολαύσετε, τότε μάλλον εγώ έχω πρόβλημα στην έκφραση! Για να σας το κάνω πενηνταράκια που έγραφε κάποτε και μία ψυχή, αν είναι να δείτε ένα και μόνο demo για retro μηχάνημα από όλη τη χρονιά (μέχρι και σήμερα, τουλάχιστον), τότε φροντίστε αυτό να είναι το Cuarentenauta.

Για να ολοκληρώσουμε με τα τυπικά, το Cuarentenauta αισθητικά είναι με μία λέξη εξαιρετικό, με high resolution γραφικά στο στυλ του El Eternauta και μια υπέροχη, σκοτεινή και μελαγχολική μουσική επένδυση που βάζει τα γυαλιά με άνεση στο 90% των παραγωγών που είναι ηχητικά επενδεδυμένες με κάτι-σαν-techno. Από τεχνικής άποψης μάλλον δεν καταρρίπτει κάποιο παγκόσμιο ρεκόρ για τα περισσότερα BOBs (έχει blitter ο 64άρης, μωρέ; Κουζουλάθηκες;), το μεγαλύτερο text scroller ή τα ταχύτερα vector graphics, αλλά μόνο και μόνο το γενονός ότι είναι ένα one file demo μεγέθους μονάχα 35ΚΒ φτάνει και περισσεύει για να βγάλουμε το καπέλο και να κάνουμε μια βαθειά υπόκλιση στους Pungas De Villa Martelli. Και ίσως, λέω ίσως, να αποτελέσει στο μέλλον μία ιδανική προσθήκη σε ένα από τα υπέροχα cartridges με one file .PRG αρχεία που φτιάχνουμε κατά καιρούς με τον καλό μου φίλο τον Geoana, πού ξέρετε;

Μπορείτε να κατεβάσετε την original, ισπανική έκδοση του Cuarentenauta από εδώ, ή την αγγλική από εδώ. Και, φυσικά, ως συνήθως, ακολουθεί και το video του demo. Α, και κάτι τελευταίο, να μην το ξεχάσω: τον Φεβρουάριο της (μαύρης) χρονιάς που διανύουμε το Netflix εξασφάλισε τα δικαιώματα για να μεταφέρει το El Eternauta στην τηλεόραση! Τι λέτε, ψήνεστε;

 

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Mega Force II: ο Τελευταίος των Μοϊκανών

Όταν επικοινώνησε μαζί μου ο Φίλιππος, γνωστότερος ανά την retro community ως phil_vr από τα παλιά, καλά χρόνια του Retromaniax, για να με ενημερώσει για το Mega Force II, έπεσα από τα σύννεφα: αρχικά για ένα joystick εντελώς άγνωστο στην πλειονότητα, που όμως έρχεται κατευθείαν από την "χρυσή" εποχή του home computing, πριν το Playstation εκτοπίσει οριστικά και αμετάκλητα τις τελευταίες 500άρες και 1200άρες από τα gaming setups μας. Και, δευτερευόντως για την ίδια την πρωτοβουλία, το ότι δηλαδή επέλεξε αυτό εδώ το blog ως μέσο για την γνωστοποίηση της ύπαρξης του Mega Force II. Το ευχαριστώ θερμά για όλα, και σας παρουσιάζω το Mega Force II, ένα από τα τελευταία consumer arcade joysticks της Ελληνικής αγοράς, και ίσως το πλέον άγνωστο. Ένα arcade joystick το οποίο, παρά το ότι το όνομά του δεν μνημονεύεται σε συζητήσεις και postαρίσματα στο Facebook, αποδεικνύει αυτό που άπαντες γνωρίζουμε μέσες-άκρες (τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο): ότι, αν υπήρξε ιστορικά ένα και μόνο Ελληνικό προϊόν το οποίο ήταν ανώτερο όλων των αντίστοιχων που κυκλοφορούσαν παγκοσμίως, αυτό δεν ήταν η φέτα, το κοκορέτσι ή ο τραχανάς, αλλά το Ελληνικό arcade joystick σε consumer έκδοση για χρήση με home computers. Και αν κάποιος το αρνείται αυτό τότε ή είναι προκατειλημμένος ή άσχετος. Μεγάλη κουβέντα ομολογουμένως, αλλά πέρα για πέρα αληθινή.

Ευχαριστώντας τον Φίλιππο για μία ακόμα φορά, σας αφήνω με την παρουσίασή του - αλλά και τις φωτογραφίες του - προκειμένου να γνωρίσετε και εσείς τον Τελευταίο των Μοϊκανών, ένα από τα έσχατα δείγματα της Ελληνικής βιομηχανίας (ΟΚ, βιοτεχνίας) arcade joysticks των 90s, το Mega Force II.

Όπως όλοι, οι Έλληνες computer users έχουμε ιδιαίτερη αγάπη στις δικές μας κατασκευές, κυρίως τα joysticks. Έτσι θα ήθελα να προστεθεί στην λίστα αυτή ένα joystick που είναι κυριολεκτικά Holy Grail (λόγω σπανιότητας) ανάμεσα στα υπόλοιπα Ελληνικά joysticks. Ο λόγος που είναι σπάνιο, είναι η περίοδος που κυκλοφόρησε (αρχές '90, στο τέλος της χρυσής εποχής των home computers στην Ελλάδα), όπως και η περιοχή και η διάθεση που έτυχε (Θεσσαλονίκη). Το joystick αυτό είναι το Mega Force II της VERNAL Electronics εκ Θεσσαλονίκης. 


Στα βήματα της Lanco με το Djoy (και οι δύο εταιρείες από την Θεσσαλονίκη), το μοχλικό σύστημα είναι και αυτό από τον Ιωάννη Καλπάκα (προμηθευτής ηλεκτρονικών εξαρτημάτων για arcades στην Βόρεια Ελλάδα τον καιρό εκείνο - διαφήμιση στο τεύχος Pixel 65, σελίδα 30), και η ιδιομορφία είναι πως πρόκειται για leaf, τόσο οι διευθύνσεις του μοχλού, όσο και το fire button. Το Mega Force πηγαίνει ένα βήμα παραπάνω την κατασκευή με μια μικρή πλακέτα που περιλαμβάνει LEDs για τις τέσσερις διευθύνσεις, όσο και ρυθμιζόμενο με ποτενσιόμετρο auto fire button. Την κατασκευή συμπληρώνει ένα πολύ καλής ποιότητας κέλυφος και τέσσερις βεντούζες που ακόμα κρατάνε καλά για τα χρόνια τους. 



Όπως πολλά πράγματα που μας κάνουν να ντρεπόμαστε (πολλές φορές άδικα) για την καταγωγή μας, το κάτω μέρος του joystick φέρει περίτρανα την αναγραφή "Made in EUROPE". Με βάση το ότι έχουμε σαν λαός την τάση να βγάζουμε το μάτι και να ρίχνουμε στον Καιάδα κάθε Ελληνική προσπάθεια, το παλικάρι που το σχεδίασε μάλλον είχε στο μυαλό του το "ποιος θα κάτσει να αγοράσει joystick που θα γράφει Made in Greece από κάτω;". Ποιος θα του το έλεγε τότε πως τα καλύτερα joysticks παγκοσμίως ήταν τα δικά μας, ακόμα και τα υποδεέστερα που φτιάξαμε…

Στην χρήση του, το joystick είναι άψογο. Έχει την στιβαρότητα των Tomahawk και των Microtechnica, αλλά έχει μία αίσθηση που δεν περιγράφεται, και υπεύθυνα για αυτό είναι τα leaf switches. Αν έχετε χρησιμοποιήσει ποτέ τα Wico, θα καταλαβαίνετε για τι πράγμα μιλάω. Το σύστημα των leaf είναι άψογο, τόσο στο μοχλικό σύστημα όσο και στο κουμπί, και η μαγεία είναι πως είναι όλα αθόρυβα και μπορείς να παίζεις στις δύο τα ξημερώματα χωρίς να σηκώσεις στο πόδι όλο το τετράγωνο από τα "κλικ"-"κλακ" των μεταλλικών μοχλικών συστημάτων. Φτιαγμένο τον καιρό εκείνο, το σύστημά του είναι "infinite", με κυκλικό restrictor σαν το CMS, χωρίς 4way και 8way μαλαγανιές. Βέβαια, λόγω του ότι το σύστημα είναι παρμένο από το στοκ του Καλπάκα, υπάρχουν και add-on restrictors που είχε για τα arcades. Το autofire δουλεύει με αυξανομένη ταχύτητα στις ριπές, και, ειδικά στο R-Type, έχει το καλό πως ρίχνει κατά ριπάς αντί να "μαζεύει" το laser για να ρίξει το μεγάλο blast. Με λίγα λόγια θερίζει σαν τον "ανώδυνο" στην ταινία Predator. Η μπαλίτσα είναι μικρότερη στο μέγεθος από το CMS, αλλά σχεδόν ίδια με αυτή του Tomahawk, χωρίς να έχει την οβάλ κατάληξη στο κάτω μέρος. Όσο για το κουμπί fire είναι αυτούσιο arcade leaf με την βιδωτή κορώνα που κλειδώνει σαν σάντουιτς το κουμπί στο κέλυφος.  Το όνομα VERNAL λείπει από το κέλυφος, ενώ το "electronics" ήταν ανάγλυφο, κάτι που με κάνει να πιστεύω πως έβαζαν αυτοκόλλητο στο σημείο εκείνο. Ίσως πειραματιζόντουσαν με το λογότυπο; Guesswork ξανά. 


Είναι το καλύτερο Ελληνικό joystick που βγήκε ποτέ; Ίσως η φύση της ερώτησης είναι ειρωνική, μιας και το καλύτερο πολλές φορές είναι υποκειμενικό. Τι να πει κάνεις για όλα τα υπόλοιπα όπως τα Microtechnica, τα Tomahawk, το CMS, το Elite και πολλά αλλά που ξεχνάω. Το μόνο σίγουρο είναι πως όπως όλα τα Ελληνικά χειριστήρια είναι στιβαρό και σε άλλη κλάση από οτιδήποτε ξενόφερτο. Και σίγουρα το Mega Force στέκεται επάξια στο πάνθεον των Ελληνικών joystick.

Ο τελευταίος των Μοϊκανών. Στην Ελλάδα δεν πούλησε σχεδόν καθόλου, και είναι σχεδόν χαμένο στην αφάνεια. Θα είναι κρίμα να μην δει λίγο το φως του ήλιου και να πάρει την θέση του αναμεσά στα άλλα Ελληνικά joysticks. Από ό,τι έχω καταφέρει να βρω για την ιστορία της VERNAL, ήταν εταιρεία δημιούργημα από ένα ηλεκτρονικό κατάστημα στην Θεσσαλονίκη, και το όνομα αποτελείται από το επώνυμο και το όνομα του παλικαριού που τα έφτιαχνε, που παράλληλα κατασκεύαζε και διάφορα άλλα περιφερειακά, όπως TV modulators. Ό,τι και να υποθέσω για την επωνυμία είναι απλά guesswork. Δεν κατάφερα να βρω τίποτα από την τοποθεσία και τα τότε τηλέφωνα του καταστήματος από την εποχή εκείνη. 





Κοσμητικά το joystick ήταν χάλια όταν το βρήκα μέσω ebay, αλλά το πήρα και προσπάθησα να το φέρω λίγο στα ίσια του, και όταν βρω χρόνο θα εξαλείψω ό,τι μικρο-ατέλειες έχει στο κέλυφός του. Λειτουργικά ήταν ακόμα άψογο και δεν είχα καμία αμφιβολία για αυτό.

Το Pixel στο τεύχος 69 (σελίδα 29) είχε μια ανακοίνωση για την VERNAL Electronics και έκανε μια αναφορά για ένα joystick που θα έβγαζε στην αγορά, και στο τεύχος 71 (σελίδα 30) είχε βάλει ένα μικρό απόσπασμα και μια φωτογραφία από την πρώτη έκδοση του Mega Force, αν και στην ουσία δεν έχει διαφορά από το ΙΙ (στην φωτό το Ι δείχνει να είναι λίγο στενότερο από το ΙΙ). Δεν ξέρω γιατί το έκαναν φαρδύτερο, μιας και από την επιχείρηση "αναστήλωσής" του και απ' ό,τι είδα στο εσωτερικό του, μπορεί να είναι κατά 1/3 στενότερο άνετα.

Ενημέρωση: πέρασε λίγος καιρός από την αρχική δημοσίευση της ανάρτησης είναι η αλήθεια, αλλά έστω και τώρα είχα την τύχη να επικοινωνήσει μαζί μου ο δημιουργός του Mega Force, ο κύριος Γιώργος Αυγουλάς. Με μεγάλη μου χαρά λοιπόν ενημερώνω την ανάρτηση με 2 φωτογραφίες, μία από το κατάστημα της Vernal Electronics και μία με την σφραγίδα/μήτρα της εγγύησης που δινόταν μαζί με τα joysticks. Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Αυγουλά που μοιράστηκε μαζί μου αυτά τα σπάνια - και εξαιρετικά ενδιαφέροντα - "ντοκουμέντα".