Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δώρο!

Κοντεύουν να συμπληρωθούν 2 μήνες από την δεύτερη μέρα του Νοέμβρη, τότε που έγραφα με ενθουσιασμό σε αυτό εδώ το blog για το νεώτερο μέλος της οικογένειας των Raspberry Pis, το περίφημο Raspberry Pi 400. Ο υπολογιστής αυτός, ειδικά στο πακέτο με την ονομασία "Raspberry Pi 400 Personal Computer Kit" είναι ό,τι πλησιέστερο στους home computers του παρελθόντος έχει κυκλοφορήσει από το 1994, τότε που οι τελευταίες Amiga 1200 κοσμούσαν τα ράφια των computer shops της εποχής. Φυσικά δεν ξεχνάω τους TheC64, TheVIC20 και ZX Spectrum Next - αφού τους απέκτησα όλους, άλλωστε! -, αλλά, να, το Raspberry Pi 400 είναι διαφορετικό κατά το ότι είναι ένας χρηστικός home computer για διάφορες σύγχρονες χρήσεις, και όχι ένα προϊόν που απευθύνεται σε νοσταλγούς της εποχής του καμακιού, του Camel άφιλτρου και των t-shirt "Ούζο power".

Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, συνυπολογίζοντας και την τιμή-λουκούμι των 105€ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ για το πλήρες πακέτο, το νέο Raspberry Pi μπήκε πρώτο-πρώτο στην wanna buy λίστα μου. Άλλο όμως το "θέλω" και άλλο το "μπορώ", έτσι δεν είναι;



Βλέπετε, τσεκάροντας το e-shop της Nettop που φέρνει τα Raspberry Pis στην Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή διαπίστωσα ότι ήταν διαθέσιμο μόνο το Raspberry Pi 400 (σκέτο), αλλά όχι το Raspberry Pi 400 Personal Computer Kit που ήθελα εγώ. Γιατί ναι, εξ' αρχής προτιμούσα το πλήρες πακέτο με τροφοδοτικό, καλώδια σύνδεσης, ποντίκι, και, φυσικά, έντυπο, έγχρωμο εγχειρίδιο χρήσης (τα θυμάστε, άραγε;) 250 σελίδων. Θεωρούσα - και θεωρώ ακόμα - ότι τα περίπου 30€ της διαφοράς μεταξύ των δύο εκδόσεων άξιζε να τα πληρώσει κανείς και με το παραπάνω για όλα τα έξτρα "καλούδια".


Τι να το κάνεις όμως που το Personal Computer Kit ήταν από την πρώτη στιγμή out of stock με την σημείωση "αναμένεται σε 7-20 ημέρες"; "Δεν πειράζει", σκέφτηκα. "Θα περιμένω". Και αυτό ακριβώς έκανα, ελέγχοντας κάθε 4-5 μέρες το website της Nettop μπας και βρω διαθέσιμο το 400άρι με το πλήρες πακέτο του.

Ώσπου, out of the blue που λέμε και στο Παγκράτι, την προηγούμενη Παρασκευή 18/12 είδα το μαγικό "άμεσα διαθέσιμο" δίπλα στο Raspberry Pi 400 Personal Computer Kit! Ειλικρινά, αρχικά δεν το πίστεψα, καθώς είχα συμμορφωθεί με την ιδέα ότι ο υπολογιστής θα ερχόταν στην Ελλάδα κάποια στιγμή μετά τον ερχομό του νέου έτους (εν τω μεταξύ, ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου είχαν εξαντληθεί και τα "σκέτα" 400άρια). Με σταθερές και ακριβείς κινήσεις (ΟΚ, πρέπει να πάτησα όλα τα λάθος κουμπιά στο πληκτρολόγιο και να clickαρα σε όλα τα λάθος σημεία με το ποντίκι) συμπλήρωσα τα στοιχεία μου και έκανα την παραγγελία μου. Τσέκαρα ότι καταχωρήθηκε, έλαβα και το σχετικό email, όλα καλά. Το μόνο που χρειαζόταν πια ήταν να περιμένω μερικές ημέρες.




Ήδη από την επόμενη ημέρα (Σάββατο 19/12) το Raspberry Pi 400 Personal Computer Kit είχε επιστρέψει στην γνώριμή του κατάσταση στο website της Nettop: μη διαθέσιμο, αναμένεται σε 7-20 ημέρες. Αυτή η διαπίστωση με έκανε ακόμα πιο χαρούμενο για την άμεση παραγγελία μου της προηγούμενης ημέρας, εννοείται...

Μετά από ένα τηλεφώνημα από την εταιρία για συνεννόηση για τις ώρες παράδοσης, το Raspberry Pi 400 Personal Computer Kit έφτασε στα χέρια μου στις 9μιση το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου. Ίσως την πιο κατάλληλη στιγμή για να πάρει την θέση του κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και να αποτελέσει ένα ιδανικό δωράκι στον εαυτό μου για τις γιορτές. Ούτε καν θυμάμαι πια αν είχα πάρει ποτέ ως δώρο home computer για τα Χριστούγεννα και μάλλον είναι κάτι που θα αργήσει να ξανασυμβεί, έτσι δεν είναι;



Αποφάσισα να χαρώ το Raspberry Pi 400 μετά τα Χριστούγεννα, οπότε απλά άνοιξα το πακέτο για να βγάλω μερικές φωτογραφίες - ναι, αυτές που βλέπετε στην ανάρτηση - προτού το ξαναπακετάρω και το αμπαλάρω. Οι πρώτες εντυπώσεις μου; Θετικότατες. Το ίδιο το Raspberry Pi 400 είναι μεν αρκετά μικρό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δίνει την εντύπωση "κινεζιάς" και φτηνοκατασκευής αφού είναι πιο βαρύ απ' όσο το περιμένει κανείς, ενώ το πληκτρολόγιό του είναι πολύ καλό (για chicklet). Το manual δείχνει πλήρες και κατατοπιστικό, αν και η ποιότητα εκτύπωσης δεν παίρνει 10 στα 10 (δεν είναι και Retro Planet, πώς να το κάνουμε δηλαδή;), καθώς τα screenshots και γενικώς οι εικόνες είναι κάπως πιο αχνές από το απολύτως ιδανικό. Παρόλα αυτά το πακέτο σαν σύνολο είναι πλήρες και δεν νιώθεις σε καμία περίπτωση ότι δεν έπιασαν τόπο τα 105€ ή ότι είναι υπερτιμημένο.

Περισσότερα θα σας πω (ΟΚ, "γράψω") τις επόμενες μέρες, όταν και θα συνδέσω και θα αρχίσω να χρησιμοποιώ το μηχάνημα. Μέχρι τότε εύχομαι σε όλους σας Χρόνια Πολλά και να περάσετε υπέροχα!



Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο demo είναι εδώ!

Αυτή κι αν ήταν έκπληξη! Στο τέλος μιας χρονιάς που κύλησε μέσα στην ανησυχία, τον προβληματισμό, την μιζέρια, την απομόνωση και φυσικά τον Covid-19 που μπήκε άξαφνα στις ζωές και στην καθημερινότητά μας και δεν λέει να βγει, έρχεται μία νέα παραγωγή, ένα Χριστουγεννιάτικο demo για τον αειθαλή Commodore 64 για να μας βάλει στο πνεύμα των ημερών και να μας θυμίσει ότι η ζωή όχι μονάχα συνεχίζεται, αλλά είναι και ωραία αν το θέλουμε και μπορούμε να το εκτιμήσουμε.

Πιστό στις oldschool καταβολές του, το Christmas Megademo καταλαμβάνει 4 ολόκληρες πλευρές δισκέτας και μας δείχνει ότι, αν μη τι άλλο, το πρόβλημα του Commodore 64 δεν ήταν η αργή 8μπιτη CPU του, τα 64ΚΒ της μνήμης του ή τα 16 (παράξενα επιλεγμένα, είναι η αλήθεια) χρώματά του, αλλά η έλλειψη ενός αποθηκευτικού μέσου που θα χωρούσε... well, καμιά 10αριά δισκέτες!

Όταν μαζεύονται τα μέλη των κορυφαίων demogroups (Atlantis, Bonzai, Genesis Project, Lethargy, και Offence στην περίπτωσή μας) και αποφασίζουν να συνεργαστούν στην δημιουργία μίας Χριστουγεννιάτικης... υπερπαραγωγής, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το καλό αποτέλεσμα είναι εγγυημένο. Και αυτό ισχύει και με το παραπάνω στην περίπτωση του Christmas Megademo, το οποίο συνδυάζει απαράμιλλη αισθητική, σούπερ Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, κάποια εφέ που θα κάνουν το σαγόνι σας να κρεμαστεί μέχρι το στέρνο σας και, φυσικά, ως είθισται σε μία oldschool δημιουργία, μπινελίκια για αντίπαλα groups!

Δεν θα σας κουράσω άλλο με περιττές αράδες, αφού, έτσι κι αλλιώς, στην περίπτωση των demos μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, seeing is believing, κλπ, κλπ. Απολαύστε το Christmas Megademo στο βιντεάκι που ακολουθεί ή κατεβάστε το από εδώ. Και, αν δεν τα ξαναπούμε μέχρι τ΄την Παρασκευή, καλά Χριστούγεννα σε όλους!



Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Review: Vallation (Commodore 64)

 Vallation (Commodore 64) - Jason 'T.M.R.' Kelk (Programming & graphics)/Sean 'Odie' Connolly (Music)

 

Εντάξει, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα ξεκινώντας την παρουσίαση του Vallation, και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι είναι το πλέον αγαπημένο μου παιχνίδι (από τα "σύγχρονα") για τον Commodore 64, μαζί με το Rocket Smash DX που είχε παρουσιαστεί στο 7ο τεύχος του Retro Planet (Μάρτιος 2015). Συμπτωματικά, τα 2 αυτά παιχνίδια, όπως και τα 2 για τα οποία διαβάσατε προηγουμένως, είχαν συμμετάσχει στον διαγωνισμό του RGCD το 2013 και, συνεπώς, τρέχουν όλα τους σε 16ΚΒ μνήμης.

Το Vallation είναι ένα ημι-shoot 'em up, από την άποψη ότι ναι μεν το διαστημοπλοιάκι που ελέγχει ο παίκτης πυροβολεί αλλά, από την άλλη, αυτό που κυρίως πρέπει να κάνετε είναι να αποφεύγετε πράγματα, παρά να τα καταστρέφετε. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι που είναι χωρισμένο σε μεγάλα levels, καθένα από τα οποία αποτελείται από πολλές επιμέρους οθόνες. Η κάθε οθόνη έχει μία είσοδο και μία έξοδο και, εφ' όσον ολοκληρώσουμε κάποια οθόνη δεν μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω σε αυτήν. Ξεκινώντας είμαστε εφοδιασμένοι με 3 διαστημοπλοιάκια και, απ' όσο έχω δει, δεν υπάρχει η δυνατότητα για bonus ζωή σε κάποιο σημείο ή σε κάποιο αριθμό πόντων (αν και δεν έχω κατορθώσει να ξεπεράσω τις 100.000). Σε κάθε οθόνη έχουμε να αντιμετωπίσουμε πυραύλους που εκτοξεύονται, περάσματα που φυλάσσονται από ακτίνες laser και εχθρικά διαστημόπλοια τα οποία μπορεί να καταστρέφονται, αλλά μπορεί και να μην καταστρέφονται (το καταλαβαίνετε από την αύξηση του σκορ σας όταν τα πυροβολείτε). Στην ουσία το Vallation είναι περίπου σαν το Cybernoid, εάν αφαιρέσουμε από το τελευταίο τα στοιχεία που το καθιστούν ώρες-ώρες εκνευριστικό!

Τα γραφικά του Vallation είναι πολύ καλά, τόσο τα sprites όσο και τα backgrounds. Ο Jason Kelk - τον θυμάστε ίσως από το Edge Grinder που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο τεύχος - έχει κάνει απίθανη δουλειά που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή εάν λάβουμε υπόψη μας τον περιορισμό των 16ΚΒ καθώς και το γεγονός ότι το παιχνίδι έχει πάνω από 100 διαφορετικές οθόνες! Στην τελευταία οθόνη κάθε επιπέδου συναντάμε έναν τηλεμεταφορέα ο οποίος μας στέλνει στο επόμενο καθώς το παιχνίδι μας ανταμείβει και με κάποιους bonus πόντους.

Στον τομέα του ήχου τώρα, τα εφέ απουσιάζουν ολοκληρωτικά αλλά το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά ενοχλεί, αφού το tune του Sean "Odie" Connolly που ακούγεται καθ' όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού είναι, απλά, υπέροχο - σε βαθμό μάλιστα που θυμίζει κάποιες άλλες, μακρινές πια εποχές, που παίζαμε κάποια παιχνίδια μόνο και μόνο επειδή μας "έφτιαχνε" η μουσική τους!

Για το gameplay τώρα, τι να πω; Απλά "respect"! Ο χειρισμός είναι τέλειος, χωρίς το παραμικρό lag, το sprite collision ιδανικό, η δυσκολία αυξάνεται σταδιακά χωρίς να σπάνε τα νεύρα του παίκτη, το fire button λειτουργεί πάντα σαν autofire - γενικά, τα πάντα είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Έτσι, με λίγη εξάσκηση (και αρκετή προσοχή) κάποιος που ξεκινάει το παιχνίδι μπορεί σύντομα να ολοκληρώσει τις 50+ οθόνες που απαρτίζουν τα 2 πρώτα επίπεδα - στο τρίτο θέλει μεγαλύτερη συγκέντρωση και ταχύτερα αντανακλαστικά και η παραμικρή λάθος κίνηση μπορεί να αποβεί μοιραία. Συνολικά πάντως, το Vallation είναι παιχνιδάρα που δεν υστερεί σε κανέναν τομέα και, αν είχε κυκλοφορήσει άλλη εποχή, μπορεί να μιλούσαμε για platform defining game. Έτσι απλά.

Και, συνέχεια των όσων μόλις διαβάσατε, ερχόμαστε (επιτέλους!) και στην μεγάλη αδικία στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή. Λοιπόν, στον περίφημο διαγωνισμό του RGCD του 2013 το Monster Buster κατέλαβε την 1η θέση και το Micro Hexagon, όπως είπαμε, την δεύτερη. Το (καταπληκτικό) Rocket Smash DX ήρθε μόλις 5ο, ενώ το Vallation το ακολούθησε στην 6η θέση. Το ξαναγράφω για όσους δεν το εμπέδωσαν, τα Rocket Smash DX και Vallation είναι καταπληκτικά παιχνίδια, τα οποία άνετα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο TOP 50 του Commodore 64 όλων των εποχών - και δεν στέκομαι καν στο ότι είναι 16ΚΒ μόνο το καθένα!

Τέλος πάντων, οι γνώμες, όπως είχε πει κάποτε και ο Clint Eastwood, είναι σαν τις απολήξεις του παχέως εντέρου: όλοι έχουν από μία! Εσείς αφήστε την κατάταξη του RGCD στην άκρη και ασχοληθείτε με αυτό που έχει πραγματικά σημασία: κατεβάστε τα παιχνίδια που σας παρουσιάσαμε και "λιώστε" τα!

Βαθμολογία: 9,5/10

Το παραπάνω review δημοσιεύθηκε στο 12ο τεύχος του περιοδικού Retro Planet, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Ένα νέο blog. Μόνο για Amiga.

Γράφω και γράφω και γράφω - σχεδόν 800 αναρτήσεις μέχρι τώρα δεν τις λες και λίγες - και κάποιες φορές τα θέματα χάνονται και δεν θυμάμαι ούτε κι εγώ ο ίδιος τι έχω γράψει. Διαπιστώνοντας λοιπόν ότι υπάρχουν κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις θαμένες κάπου στην σελίδα 37 του blog ή και πιο πίσω, αποφάσισα να φτιάξω ένα αυτόνομο ιστολόγιο μόνο για τα θέματα της Amiga, μιας και πρόκειται για τον πλέον αγαπημένο και με το φανατικότερο κοινό retro computer στην χώρα μας. Το όνομα αυτού; Only Amiga.

Στο Only Amiga θα μπορείτε από εδώ και στο εξής να διαβάζετε τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα που δημοσιεύτηκαν στο παρελθόν από το παρόν blog (αλλά και αυτά που θα δημοσιευτούν στο μέλλον), οργανωμένα και ταξινομημένα ανά μοντέλο Amiga, όπως θα άρμοζε δηλαδή σε ένα ιστολόγιο καθαρά και αποκλειστικά Αμιγκικού περιεχομένου. Δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω κάτι άλλο, παρά το ότι το Only Amiga σας περιμένει!



Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Πρόσβαση στο internet για κάθε Amiga. Επιτέλους!

Κάθεσαι και το σκέφτεσαι και τραβάς τα μαλλιά που δεν έχεις: πόσα χρόνια, πόσα χρήματα, πόσος κόπος για να πετύχεις αυτό που πλέον μπορεί να γίνει πραγματικότητα με το ελάχιστο κόστος. Ποιο είναι το "αυτό"; Μα το να αποκτήσει η Amiga πρόσβαση στο Internet. Προσοχή, όχι η Amiga 1200 ή η Amiga 600 που έχουν θύρες PCMCIA και μπορούν δεχτούν τις αντίστοιχες κάρτες δικτύου, αλλά οποιαδήποτε Amiga. Ναι, αυτό που ακούσατε: οποιαδήποτε Amiga.

Θυμάμαι παλιότερα που "είχα βρει την υγειά μου" με μια Amiga 2000, μία Blizzard 2060 με 64ΜΒ μνήμης, μία X-Surf κάρτα δικτύου και μία Piccolo 64 RTG κάρτα γραφικών συνοδευόμενη από έναν scandoubler. Όλα αυτά για να τρέξω τον iBrowse 2.4 και να χαθώ στον μαγευτικό κόσμο του διαδικτύου χρησιμοποιώντας την αγαπημένη μου Amiga. Κόστος; Αφήστε το καλύτερα. Κόπος; Πολύς. Χρόνος που ξοδεύτηκε; Ακόμα περισσότερος.

Βάσει της παραπάνω εμπειρίας αλλά και αρκετών ακόμη, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κάποιος πρέπει να είναι α) μαζοχιστής και β) να έχει πολλά χρήματα για πέταμα αν εν έτει 2020 θέλει να φτιάξει μία Amiga η οποία να μπορεί να έχει πρόσβαση στο Internet. Γιατί, όχι τίποτα άλλο, αλλά τα websites τα οποία παίζουν σωστά πια στην 16μπιτη πλατφόρμα της Commodore μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού ανθρώπου που έχει πάθει ατύχημα (εντάξει, υπερβάλλω κάπως). Σωστά λοιπόν όλα τα παραπάνω, αλλά τι θα λέγατε εάν όλα αυτά μπορούσαν να επιτευχθούν με ελάχιστο κόστος; Άλλο να ξοδέψεις π.χ. 1500€ κι άλλο 250€, έτσι δεν είναι; Μην απαντήσετε, σαφώς και είναι και το γνωρίζουμε άπαντες - τουλάχιστον όσοι δεν είμαστε εκατομμυριούχοι (!).

Έγραφα στην αρχή για τις PCMCIA κάρτες δικτύου που μπορούν να δεχτούν οι Amiga 600 & 1200. Αυτές οι καρτούλες, αν και αργές (πράγμα που δεν γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές στην Amiga) είναι και αρκετά φθηνές, με αποτέλεσμα να αποτελούν εξαιρετικές λύσεις για τους κατόχους Α600 και Α1200. Τι γίνεται όμως αν δεν έχουμε κάποιο από αυτά τα μοντέλα; Η, αν έχουμε Amiga με PCMCIA θύρα και μια επέκταση μνήμης 8ΜΒ που την χρειαζόμαστε ολόκληρη και δεν θέλουμε να κόψουμε τα 4ΜΒ μόνο και μόνο για να λειτουργήσει η PCMCIA; Τι γίνεται αν έχουμε 500άρα ή big box Amiga; Να ετοιμάζουμε 200άρια και 300άρια ευρώ μπας και βρούμε κάτι που να μπαίνει στο μηχάνημά μας; Όχι τώρα πια, ευτυχώς!

Και γράφω ευτυχώς διότι πριν από ένα μήνα περίπου πληροφορήθηκα ότι ο καλός μου φίλος Δημήτρης (MasterGR) έβγαλε προς πώληση μία κάρτα δικτύου που βασιζόταν στο project Plipbox και η οποία, μέσω της παράλληλης θύρας μπορούσε να συνδεθεί σε οποιαδήποτε μοντέλο Amiga (ναι, ακόμα και στο CDTV!). Σαν επεξεργαστή δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από έναν ταπεινό Motorola 68000 (Α500/Α600/CDTV) ενώ φυσικά έπαιζε και με όλους τους... απογόνους του, και, σαν κόστος, θα σας ελάφραινε το πορτοφόλι κατά 34 ολόκληρα ευρώ! Too good to be true? Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στην αρχή, αλλά ο Δημήτρης διαβεβαίωνε ότι η καρτούλα "έκανε δουλειά" οπότε του ζήτησα να μου στείλει μία να την δοκιμάσω και να μοιραστώ μαζί σας τις εντυπώσεις μου.

Παρέλαβα την κάρτα σήμερα το πρωί, αφού έκανε μία ολόκληρη εβδομάδα για να φτάσει στην Αθήνα από την Θεσσαλονίκη μέσω κούριερ (!). Είχα αποφασίσει να χρησιμοποιήσω την Α1200 μου για να την τεστάρω - έτσι κι αλλιώς δεν έχω πια και άλλη Amiga, οπότε δεν... δυσκολεύτηκα να διαλέξω - και είχα προετοιμάσει το μηχάνημα. Ήτοι, είχα κάνει copy το plipbox.device στο directory SYS:Devs/Networks και είχα σετάρει το MiamiDX. Βασικά, το μόνο που έμενε ήταν να συνδέσω την καρτούλα.







Όπως σας έγραψα, η Plipbox (ας την λέμε έτσι από εδώ και πέρα) συνδέεται στην παράλληλη θύρα οποιουδήποτε μοντέλου Amiga, πλην της Α1000 η οποία έχει non standard pinout στην συγκεκριμένη υποδοχή (αλλά με κάποιον κατάλληλο adaptor δεν βλέπω γιατί να μην παίζει και σ' αυτήν). Η κάρτα, πέρα από το 25pin βύσμα που συνδέεται στην παράλληλη θύρα έχει και ένα mini USB για τροφοδοσία (5V) και, φυσικά, μία υποδοχή RJ-45 για σύνδεση καλωδίου Ethernet. Αυτά είναι όλα, τα συνδέετε και είστε έτοιμοι.





Ανάβοντας την Amiga με την Plipbox συνδεδεμένη δεν θα δείτε κάποια διαφορά. Αν τρέξετε το Miami (ή κάποιο άλλο TCP stack) μπορείτε να επιβεβαιώσετε την λειτουργία της με μερικά PINGs:

Αφού λοιπόν επιβεβαίωσα ότι είμαι στο Internet, δοκίμασα - τι άλλο; - έναν web browser και έναν FTP client, ήτοι τους iBrowse 2.4 και AmiFTP.





Αμφότερα τα προγράμματα λειτούργησαν ορθά και απροβλημάτιστα και τολμώ να πω ότι η απόδοσή τους δεν είχε και μεγάλη διαφορά συγκριτικά με αυτήν των πανάκριβων μηχανημάτων-θηρίων που είχα φτιάξει στο παρελθόν. Θυμίζω ότι το τρέχον config μου είναι Amiga 1200, ROM 3.0, OS 3.1, CF 2GB, Fast RAM expansion 8MB με real time clock και το Plipbox.

Όπως μπορείτε να επιβεβαιώσετε από τα παραπάνω screenshots, η Plipbox κάνει τα όσα υπόσχεται και με το παραπάνω. Είναι πανεύκολη στην εγκατάσταση, κοστίζει ελάχιστα, μπορεί να συνδεθεί σε οποιαδήποτε Amiga (πλην της Α1000 -  δείτε παραπάνω) και δείχνει να μην έχει την παραμικρή απαίτηση σε hardware. Αν χρησιμοποιήσει κανείς όπως και εγώ τα MiamiDX, iBrowse 2.4 και AmiFTP μπορεί να κάνει τα πάντα (σε Αμιγκικά πάντα πλαίσια) ακόμα και σε Amiga 500, αρκεί να διαθέτει κάποιον accelerator όπως τον ACA500(+), καθώς, όλο το προαναφερθέν software τρέχει και σε 68000. Στην Α1200 πάντως η μέγιστη ταχύτητα που "έπιασε" η Plipbox ήταν γύρω στα 40ΚΒ/sec, που υποθέτω ότι είναι η maximum ταχύτητα διαμεταγωγής της παράλληλης θύρας του μηχανήματος.

Θα πρέπει να αναφέρω και το μόνο αρνητικό που διαπίστωσα: μετά από RESET της Amiga η Plipbox δείχνει να δουλεύει, αλλά στην πραγματικότητα δεν το κάνει. Προκειμένου να "ξαναπάρει μπρος" πρέπει να σβήσει η Amiga και να βγει και να ξαναμπεί η τροφοδοσία στην Plipbox. Μετά από αυτό, όλα λειτουργούν και πάλι κανονικά. Η αλήθεια είναι ότι η καρτούλα έχει πάνω της ένα μικροσκοπικό κόκκινο κουμπάκι που ίσως να κάνει την ίδια δουλειά (χωρίς δηλαδή να χρειάζεται να βγάλουμε την τροφοδοσία) αλλά, μιας και δεν ήξερα τι κάνει, είπα να μην το πατήσω...

Για όποιον ενδιαφέρεται, η Plipbox είναι διαθέσιμη και ετοιμοπαράδοτη από τον Δημήτρη, και κοστίζει 34€ συν τα ταχυδρομικά. Επικοινωνήστε μαζί του με email και, πιστέψτε με, δεν θα το μετανιώσετε.

Κλείνοντας, θα επισημάνω το αυτονόητο: για μένα προσωπικά, το ότι πλέον υπάρχει μία κάρτα με πολύ μικρό κόστος, άμεσα διαθέσιμη, η οποία μπορεί να κάνει οποιαδήποτε Amiga να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, είναι τεράστια υπόθεση. Σε μια εποχή που το κόστος των retro υπολογιστών έχει φτάσει στα ύψη, είναι κάτι παραπάνω από θετικό το ότι υπάρχουν επεκτάσεις μνήμης και κάρτες δικτύου που μπορούν να μεταμορφώσουν τις Amigas μας με ελάχιστα χρήματα.


Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Εκατό-εκατό-κατοστάρα-εκατό!

Ο τίτλος της ανάρτησης τραγουδιόταν εν χορώ από τους φιλάθλους στα γήπεδα μπάσκετ μέχρι και τη δεκαετία του '80, όταν η ομάδα που υποστήριζαν έφτανε τους 100 πόντους (στη συνέχεια, και στο πνεύμα των "μοντέρνων" καιρών αντικαταστάθηκε από συνθήματα που αφορούσαν τις σεξουαλικές συνήθειες των μανάδων των αντιπάλων). Έτσι έμεινε και σε κάποιους από εμάς που προλάβαμε εκείνες τις εποχές να σιγοψιθυρίζουμε "Εκατό-εκατό-κατοστάρα-εκατό" όταν συνέβαινε κάτι που ο πρώτος τριψήφιος αριθμός σηματοδοτούσε το ότι έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη: τα επεισόδια μιας σειράς, τα τεύχη ενός περιοδικού, η ηλικία κάποιου, οι πόντοι της ομάδας μας στο NBA Live (και αργότερα στο NBA 2K), τα χιλιόμετρα που έπιασε το παπί μας, και πάει λέγοντας...

Ποιος να μου έλεγε πριν από 6-7 χρόνια, όταν πρωτοανακάλυψα το The Spectrum Show του Paul Jenkinson, ότι αυτή η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σειρά από βιντεάκια που η θεματολογία τους περιστρεφόταν γύρω από τον αειθαλή "γομολάστιχα" θα έφτανε κάποια στιγμή τα 100 επεισόδια!

Προφανώς, το να φτιάξει κάποιος ένα ενδιαφέρον video σχετικό με τον ZX Spectrum είναι αφενός εφικτό και αφετέρου άξιο συγχαρητηρίων (τουλάχιστον από όσους έχουν ένα ενδιαφέρον για το αντικείμενο). Το να το κάνει όμως αυτό επί 8 συναπτά έτη μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει με ποιότητα σταθερά ανοδική και θέματα που παραμένουν ενδιαφέροντα δεν είναι απλά άξιο συγχαρητηρίων, αλλά (θα έπρεπε να) προκαλεί θαυμασμό, εκθειαστικά σχόλια και κριτικές και πολλούς επαίνους. Δεν ξέρω αν ο Paul ενδιαφέρεται για όλα τα παραπάνω ή απλά του φτάνει που κάνει το κέφι του ασχολούμενος με το αγαπημένο του μηχάνημα, προσωπικά πάντως αυτή η συνέπειά του και η στοχοπροσήλωσή του με αφήνουν άφωνο (ναι, το ξέρω, τα έχω ξαναγράψει αυτά, αλλά ο άνθρωπος καταφέρνει κάθε τόσο και λιγάκι να (ξανα)ξεπερνά τον πήχη που ο ίδιος τοποθέτησε τόσο ψηλά!).

Εκατό επεισόδια, λοιπόν. Εκατό βιντεάκια με την Spectrumίλα να ξεχειλίζει, με την αγάπη ενός αγνού και γνήσιου fan του μικρού μεν, θαυματουργού δε 8μπιτου υπολογιστή που προσέφερε το 1982 στις μάζες ο Sir Clive Sinclair να είναι έκδηλη σε κάθε δευτερόλεπτό τους. Εκατό επεισόδια που αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο ότι τα πάντα είναι δυνατά, αρκεί κάποιος να τα θέλει πολύ και να είναι διατεθειμένος να στρώσει κάτω τον κώλο του (συγγνώμη για το αγοραίο της έκφρασης), να κοπιάσει και να ιδρώσει προκειμένου να τα επιτύχει. Και ο Paul Jenkinson είναι αυτός ο κάποιος και κατά συνέπεια, όπως έγραψα και παραπάνω, του αξίζουν συγχαρητήρια και απλόχερο χειροκρότημα καθώς άνθρωποι σαν κι αυτόν είναι οι πυλώνες του hobby μας, είναι αυτοί που κεντρίζουν το ενδιαφέρον και σε άλλους, περισσότερο νωχελικούς, ώστε να ασχοληθούν και αυτοί, να ψαχτούν και αυτοί, να κάνουν και αυτοί, να δημιουργήσουν και αυτοί.

Φυσικά και ο ίδιος ο Paul, αναγνωρίζοντας περί τι milestone επρόκειτο, κάθισε και έφτιαξε ένα υπέρ του δέοντος χορταστικό εκατοστό επεισόδιο, διάρκειας μίας ώρας και εννέα λεπτών, που πιστεύω ότι θα ικανοποιήσει στο έπακρο κάθε λάτρη του ZX Spectrum. Αλλά τι σας γράφω, μπορείτε να τα διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι όλα αυτά παρακολουθώντας απλά το ίδιο το video:

Το καλό της όλης ιστορίας είναι ότι ο Paul ήδη δεσμεύτηκε για τα επόμενα δέκα επεισόδια, ενώ ομολογεί ότι έχει ήδη στα χέρια του hardware για παρουσιάσεις για άλλα 20 βιντεάκια! Να είναι καλά ο άνθρωπος, να συνεχίσει να μας χαρίζει videos γνήσιας Spectrumικής απόλαυσης για πολλά-πολλά ακόμη χρόνια!

Και επειδή είχα παραλείψει να αναφερθώ με ξεχωριστή ανάρτηση σε αυτό, περίπου ένα μήνα πριν κυκλοφόρησε (φυσικά) και το 99ο επεισόδιο του The Spectrum Show. Μπορείτε να το παρακολουθήσετε παρακάτω και έχει και αυτό το ενδιαφέρον του, καθώς, μεταξύ άλλων, ο Paul εξηγεί πώς μπορεί κάποιος να εξομοιώσει τον ZX Spectrum Next! Ψηθήκατε τώρα, έτσι;



Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

A1200: η μόνη επέκταση που θα χρειαστείτε;

Τα πρώτα χρόνια της χιλιετίας που διανύουμε βρήκαν όσους είχαν επιστρέψει στο στρατόπεδο της Amiga - μαζί με όσους δεν είχαν φύγει ποτέ - να επιδίδονται σε μία αδυσώπητη κόντρα επεκτάσεων, modding και τουμπανιάσματος των αγαπημένων υπολογιστών της πάλαι ποτέ κραταιάς Commodore. Κάτι το ότι οι hardware διαφορές με τα PCs εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ακόμα χαώδεις, κάτι το ότι το internet ήταν πολύ πιο "ελαφρύ", κάτι το ότι οι παλιοί accelerators και οι κάθε λογής επεκτάσεις εκείνα τα χρόνια κόστιζαν μια μπουκιά ψωμί καθώς, let's face it, απευθύνονταν σε μία πεθαμένη πλατφόρμα με ελάχιστους συγκριτικά χρήστες, το αποτέλεσμα ήταν όσοι ήμασταν στον χώρο να μαζεύουμε κάθε λογής μοντέλο Amiga και να το επεκτείνουμε όσο δεν πήγαινε, σαν να μην υπάρχει αύριο. Γιατί; Γιατί μπορούσαμε.

Συν τοις άλλοις, εκείνα τα χρόνια υπήρχε ακόμα το δίλημμα "ποια Amiga να επιλέξω;". Οι big box Amigas ήταν πιο ακριβές αλλά δέχονταν ευκολότερα σκληρούς δίσκους, οπτικά μέσα και κάρτες επέκτασης, η 1200άρα είχε το AGA chipset, η 600άρα καταλάμβανε τον λιγότερο χώρο και η 500άρα ήταν η μόνη που ήταν 100% κατάλληλη για αυτό που λίγο ή πολύ απασχολούσε άπαντες, ήτοι το gaming. Ναι, με δισκετούλες μεν - ακόμα κι αν κοντεύαμε στο 2010 - αλλά έτρεχε τα πάντα δε.

Κάπου εκείνο τον καιρό συνέβησαν 2 πράγματα: το πρώτο ήταν ότι έγινε φανερό ότι οι classic Amigas δεν θα έφταναν, ούτε θα πλησίαζαν καν ποτέ ξανά τα PCs σε hardware δυνατότητες. Μπορεί μια Α1200 με BlizzardPPC και BVision να μην απείχε τεχνολογικά έτη φωτός από έναν Pentium II στα 300ΜΗz στα τέλη των 90s, αλλά πλέον, η απόσταση που την χώριζε από έναν Core 2 Duo με την αντίστοιχη κάρτα γραφικών, μνήμη κλπ. ήταν χαώδης. Έτσι, ξαφνικά άρχισε να μην υφίσταται πια πραγματική ανάγκη για τους καλύτερους, τους ταχύτερους accelerators: επί της ουσίας, δεν προσέφεραν και πολλά περισσότερα συγκριτικά με άλλες, φθηνότερες λύσεις. Το δεύτερο σημαντικό συμβάν ήταν η εξάπλωση του WHDLoad, με την υποστήριξη όλο και μεγαλύτερου μέρους της gaming και demo βιβλιοθήκης software της Amiga. Πλέον, το σημαντικότερο μειονέκτημα της 1200άρας (συμβατότητα) έδειχνε ότι σύντομα θα αποτελούσε παρελθόν. Όπως και έγινε, τελικά.

 
Fast forward στο 2020. Το WHDLoad όχι απλά έχει επικρατήσει, αλλά αποτελεί και το απόλυτο (να μην πω το μοναδικό, πια) killer app για την Amiga. Μπορεί οι τιμές των "δυνατών" accelerators πλέον να συγκρίνονται με αυτές ενός αυτοκινήτου 15ετίας, αλλά η πλειοψηφία των χρηστών δεν ενδιαφέρεται γι' αυτούς. Οι περισσότεροι σταμάτησαν να απαριθμούν εν είδει υπογραφής στα fora το οπλοστάσιο τουμπανιασμένων μηχανημάτων που είχαν στην κατοχή τους: ο πόλεμος τέλειωσε, και επικράτησε τελικά - όσο κι αν ακούγεται παράξενο - η λογική. Και το WHDLoad. Τώρα πια σχεδόν κανένας δεν προτιμά έναν 68040 από έναν ταπεινό 68EC020. Ο λόγος είναι απλός: συμβατότητα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πλέον λογική επιλογή που "τα κάνει όλα και συμφέρει" πλέον είναι μία Amiga 1200 με σκληρό δίσκο (ή CF κάρτα) και 4ΜΒ fast RAM. Τίποτα άλλο δεν χρειάζεται προκειμένου να μπορέσει κάποιος να απολαύσει την συντριπτική πλειοψηφία των παιχνιδιών και των demos της πλατφόρμας, είτε αυτά έπαιζαν σε OCS/ECS είτε σε AGA chipset (δεν αναφέρομαι στους ελάχιστους τίτλους τύπου Myst, Genetic Species κλπ. που κυκλοφόρησαν προς τα τέλη των 90s και απαιτούσαν accelerators και "τρελές" ποσότητες μνήμης στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν την Amiga σε... PC!).

Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι έχετε στην κατοχή σας μια 1200άρα και μπορείτε να βρείτε και ένα mass storage device για να την εφοδιάσετε, είστε μια επέκταση μνήμης μακριά από τον gaming (και demo) παράδεισο! Και, εδώ είναι τα καλά τα νέα: όχι, δεν χρειάζεται να ψάξετε, δεν χρειάζεται να παρακαλέσετε, δεν χρειάζεται να βάλετε πια βαθιά το χέρι στην τσέπη. Το γνωστό σε όλους μας Amigakit κυκλοφόρησε μία επέκταση μνήμης 8MB για την Amiga 1200 που τοποθετείτε στο trapdoor και η οποία κοστίζει ολοκαίνουρια ούτε λίγο ούτε πολύ 64€! Μάλιστα, ξεχάστε τα εκατοντάδες (ή και χιλιάδες) ευρώ που ξοδεύατε παλιότερα προκειμένου να φτιάξετε μία αξιοπρεπή Amiga χτισμένη με hardware εικοσαετίας και βάλε: πλέον, με 64€ (συν τα όποια ταχυδρομικά) μπορείτε να αποκτήσετε το μοναδικό ίσως κομμάτι hardware που θα σας χρειαστεί προκειμένου να αξιοποιήσετε την 1200άρα σας στο έπακρο! Και, αν θέλετε και το κάτι παραπάνω, μπορείτε να προσθέσετε ρολόι πραγματικού χρόνου (+11€) ή και μαθηματικό συνεπεξεργαστή με τον κρύσταλλό του (+20€). Too good to be true? Και όμως, δεν είναι! Δείτε στη σελίδα της επέκτασης αν δεν με πιστεύετε.

Το μόνο ίσως που να λείπει είναι η δυνατότητα δικτύωσης. Υπάρχουν αρκετές PCMCIA λύσεις αυτή τη στιγμή εκεί έξω, οι οποίες προσφέρουν είτε ασύρματη είτε ενσύρματη δικτύωση. Καλώς εχόντων των πραγμάτων όμως θα επανέλθω σύντομα με μια λύση που μπορεί να είναι και η ιδανική σε αυτόν τον τομέα. Αναμείνατε...

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Memento Mori: το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον

Εχθές η χώρα μας κατέγραψε ένα νέο θλιβερό ρεκόρ, ένα από αυτά που δεν θέλεις να τα δεις ποτέ να καταρρίπτονται, με 108 νεκρούς από την πανδημία του Covid-19 σε μία μονάχα ημέρα. Πώς τα φέρνει έτσι η τύχη και ήταν η ίδια μέρα που υπέπεσε στην αντίληψή μου το νεότερο demo του group Genesis Project, το Memento Mori, το οποίο θεματολογικά σχετίζεται με το αναπόφευκτο τέλος, τον θάνατο...

 
Σε μία μνημειώδη δημιουργία που καταλαμβάνει 3 πλευρές δισκέτας, οι Genesis Project καταθέτουν ψυχή, ταλέντο και σκληρή εργασία προκειμένου να χαρίσουν στην κοινότητα του Commodore 64 ένα από τα καλύτερα demos στην - τεράστια, αναμφισβήτητα - ιστορία (αλλά και software library) του πολυαγαπημένου home computer.


 
To Memento Mori πραγματικά, από την αρχή μέχρι το τέλος του κυριαρχείται από πένθιμες ενότητες εντυπωσιακές τεχνικά και αισθητικά, οι οποίες, ενώ από τη μία ρίχνουν τη διάθεση του θεατή στα... Τάρταρα, από την άλλη καταφέρνουν να τον αφήνουν με το στόμα ανοιχτό - ναι, για μία ακόμα φορά - αναλογιζόμενο τι μπορεί πια να δώσει αυτό το 8μπιτο μηχάνημα που έχει συμπληρώσει αισίως τα 38 του χρόνια.

 
Το Memento Mori παρουσιάστηκε στα πλαίσια του demoparty Function του τρέχοντος έτους και, αν έχει κάποια σημασία, κατέλαβε την πρώτη θέση στην κατηγορία του. Οι Genesis Projects αφιερώνουν την καταπληκτική αυτή δουλειά τους σε όσους φίλους, συγγενείς και demosceners έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και, φυσικά, στα θύματα της πανδημίας του Covid-19. Τίποτα περισσότερο κατάλληλο για αυτή τη στιγμή θα έλεγε κάποιος...



Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Review: Micro Hexagon (Commodore 64)

Micro Hexagon (Commodore 64) - Paul Koller/Mikkel Hastrup

Το Micro Hexagon συμμετείχε στον ίδιο διαγωνισμό του RGCD, την ίδια χρονιά με το Monster Buster, και κατέλαβε την 2η θέση. Σαν παιχνίδι είναι (προσωπική άποψη) καλύτερο από το Monster Buster οπότε τώρα αρχίζετε να καταλαβαίνετε για ποια αδικία σας έγραφα προηγουμένως. Δεν τελειώσαμε όμως, θα πούμε κι άλλα πάνω σε αυτό το θέμα στη συνέχεια της στήλης…

Το Micro Hexagon είναι μεταφορά στον Commodore 64 του Super Hexagon του Terry Cavanagh, που ήταν ένα παιχνίδι που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε tablets και smartphones. Ο σκοπός του ιδιαίτερα απλός: ελέγχετε μία μπάλα η οποία βρίσκεται στο κέντρο ενός εξάγωνου το οποίο συρρικνώνεται προς το κέντρο της οθόνης, δηλαδή προς το μέρος σας. Κινώντας την μπάλα αριστερά ή δεξιά προσπαθείτε να μεταφερθείτε σε μία πλευρά του εξάγωνου που να μην κλείνει, που να λείπει δηλαδή η γραμμή που οριοθετεί την πλευρά αυτή. Αν τη γλιτώσατε μπράβο, έρχεται αμέσως επόμενο εξάγωνο! Να σημειωθεί ότι πολλές φορές έρχονται προς το μέρος σας 2 ή 3 μόνο πλευρές του εξάγωνου, πράγμα που κάνει πιο εύκολη την αποφυγή της σύγκρουσης με κάποια από τις πλευρές.


Όπως θα καταλάβατε, σε ένα παιχνίδι με αυτού του τύπου την πλοκή, δεν παίζουν ιδιαίτερο ρόλο τα γραφικά - και αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του Micro Hexagon: τα γραφικά είναι απλά και απέριττα, τα χρώματα εμφανίζονται όπου και όταν χρειάζονται, και το techno soundtrack συνοδεύει ιδανικά την πλοκή, η οποία είναι, απλά, κολασμένη! Ναι, δεν υπερβάλλω, έχουμε να κάνουμε με ένα καθαρό arcade παιχνίδι (θα ήταν μάλλον άστοχο να το χαρακτηρίσουμε ως "puzzle") το οποίο απαιτεί ταχύτατα αντανακλαστικά, ακαριαίες αποφάσεις και ταχύτατες αντιδράσεις. Από ένα σημείο και μετά η δράση είναι απλά φρενήρης (το σημείο αυτό φτάνει μετά από… 30 δευτερόλεπτα παιχνιδιού!), η οθόνη του 64άρη γεμάτη με σχήματα και χρώματα που εναλλάσσονται με απίστευτη ταχύτητα, και οι σφυγμοί σας αγγίζουν επικίνδυνα για την υγεία σας επίπεδα!


Συνολικά έχουμε να κάνουμε με ένα ταχύτατο παιχνίδι αντανακλαστικών, στο οποίο το παγκόσμιο ρεκόρ πρέπει να είναι κάπου γύρω στα 2 λεπτά επιβίωσης μέσα στα… τρελά εξάγωνα! Το ωραίο είναι ότι, λόγω του χειρισμού με joystick, η έκδοση του Commodore 64 είναι πολύ πιο playable από την original έκδοση για smartphones και tablets! Οι δημιουργοί του παιχνιδιού έχουν κάνει πραγματικά εξαιρετική δουλειά, και, δεν θα πρέπει να παραλείψω να αναφέρω ότι ο Paul Koller είναι υπεύθυνος και για το C64anabalt, το οποίο είχαμε παρουσιάσει από αυτήν εδώ τη στήλη πριν από ακριβώς ένα χρόνο, στο τεύχος 8, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2015.

Βαθμολογία: 8,5/10

Το παραπάνω review δημοσιεύθηκε στο 12ο τεύχος του περιοδικού Retro Planet, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Willy & Monty: συνάντηση κορυφής

 ή, αλλιώς,

Miner Willy & Monty: πως οι δύο πιο αναγνωρίσιμοι ήρωες των παιχνιδιών των ZX Spectrum και Commodore 64 συναντιόνται στο εύφορο έδαφος των 8bit υπολογιστών της Atari


Μάλιστα, αυτά είναι. Τίτλος-σιδηρόδρομος. Σαν κάτι αναρτήσεις σε websites "γενικού ενδιαφέροντος" που είναι τόσο πολύ ψαγμένες, που ο (clickbait) τίτλος είναι μεγαλύτερος από το θέμα του ανεπτυγμένο. Μην φοβάστε, εδώ δεν θα συμβεί αυτό, καθώς, αν μη τι άλλο, φημίζομαι για την (γραπτή) πολυλογία μου!

Πριν από 2-3 εβδομάδες περίπου απέκτησα για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν κλασικό εκπρόσωπο του 8bit computing των 80s, ένα από τα πολλά μηχανήματα που "χτίστηκαν" πάνω στον 6502 της MOS Technology, και, τέλος, έναν υπολογιστή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια "μικρή Amiga", καθώς κουβαλάει την κληρονομιά - και το chipset - του (μεγάλου) Jay Miner.

Αναφέρομαι στον Atari 800XL που πήρα από τον καλό φίλο Δημήτρη (dimfil). Ένα μηχάνημα σε άριστη κατάσταση - όπως και οτιδήποτε έχει περάσει από τα τακτικά χέρια και την στοργική αγκαλιά του dimfil, εδώ που τα λέμε - εξοπλισμένο με ένα Ultimate cartridge, ώστε να μπορέσω να χαρώ την πλούσια software library της πλατφόρμας χωρίς να μπλέξω με κασέτες, δισκέτες, και όλα αυτά τα οποία λατρέψαμε στα 80s και μας έγιναν δεύτερη φύση, αλλά πλέον χρησιμεύουν μονάχα στο να μας ξοδεύουν άνευ ουσίας τον πολύτιμο - και μάλλον λιγοστό - χρόνο που μας έχει απομείνει.

Χαμένος λοιπόν μέσα σε μια συλλογή από εκατοντάδες (ή, και χιλιάδες ίσως) τίτλους που εμπεριείχε η SD καρτούλα που βρισκόταν μέσα στο Ultimate cartridge, δεν ήξερα τι να πρωτοφορτώσω προκειμένου να βιώσω από πρώτο χέρι - έστω και με 40ετή καθυστέρηση - τι σημαίνει "8μπιτο Atari". Έτσι, έπεσε το βλέμμα μου σε τίτλους που γνώριζα κυρίως. Θα σας γράψω λοιπόν για 2 εξ' αυτών, που μου έκαναν - ο καθένας για τους δικούς του λόγους - ιδιαίτερη εντύπωση.

Θα ξεκινήσω από το Monty on the Run, που πρωτοκυκλοφόρησε από την Gremlin Graphics, το 1985. Το παιχνίδι αυτό είναι ένας από τους πλέον γνωστούς και κλασικούς τίτλους που εμφανίστηκαν ποτέ στον Commodore 64, και ο οποίος, αν και αξιόλογος ως gameplay, μάλλον έγινε περισσότερο γνωστός για το soundtrack του, την συλλογή αυτή από υπέροχα, μοναδικά και αξεπέραστα tunes του ανεπανάληπτου Rob Hubbard, στον οποίο έχω αναφερθεί επανειλημμένα στο παρελθόν. Εδώ, θα πρέπει να τονίσω το εξής: αν έπρεπε να επιλέξω μονάχα μία, την καλύτερη κατά τη γνώμη μου μουσική επένδυση παιχνιδιού από τις αρχές των 80s μέχρι και την εποχή των τελευταίων "μεγάλων" midi tunes των PCs (1993, Doom), θα διάλεγα το κυρίως θέμα του Monty on the Run. Θεωρώ ότι το λεξιλόγιό μου είναι πολύ φτωχό to do justice σε αυτό το μουσικό θέμα, το κορυφαίο των κορυφαίων, την μελωδία που, αν ήταν στο χέρι μου, θα επέλεγα ως την πλέον αντιπροσωπευτική της χρυσής εποχής του home computing.


Το Monty on the Run λοιπόν κυκλοφόρησε και σε άλλες δημοφιλείς πλατφόρμες της εποχής (όχι σε όλες, πάντως), αλλά σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνονταν τα 8μπιτα μηχανήματα της Atari (400/800/600XL/800XL/1200XL, 65XE & 130XE) καθώς, πέραν ορισμένων εξαιρέσεων, ποτέ δεν δικαιολόγησε η εμπορική τους πορεία στην Γηραιά Ήπειρο το βαρύ όνομα που κουβαλούσαν, με αποτέλεσμα να μην αποτελούν δημοφιλή πλατφόρμα για την ανάπτυξη software στην "από δω" πλευρά του Ατλαντικού. Όπου πάντως και αν μεταφέρθηκε το Monty on the Run, δεν μεταφέρθηκε η μουσική του: ο 64άρης παρέμεινε ο μοναδικός home computer που, μέσω του SID, μπορούσε να χαρίσει στους κατόχους του την δυνατότητα της απόλαυσης του μουσικού αριστουργήματος του Rob Hubbard. Ποιος θα περίμενε λοιπόν, εν έτει 2019, 34 ολόκληρα χρόνια αργότερα δηλαδή, ένα group Πολωνών coders να αποφασίσει να μεταφέρει το παιχνίδι της Gremlin Graphics στα 8bit μηχανήματα της Atari και, μάλιστα, για πρώτη και μοναδική φορά, μαζί με το πλήρες soundtrack του Commodore 64; Κανείς, είναι η αλήθεια.

Αυτό ευτυχώς δεν πτόησε ποσώς τους Marek Konopka (κώδικας), Krzysztof Wróbel (γραφικά) και Michał Szpilowski (ήχος), οι οποίοι παρουσίασαν το διαχρονικό platformer του Jason Perkins στα - κάθε άλλο παρά υποψιασμένα - μάτια αλλά και (κυρίως) αυτιά των Atari lovers. Και, για να μην ξεφεύγω από την ουσία του θέματος, αυτό που παρουσίασαν, είναι καθόλα αξιόλογο από κάθε άποψη, αλλά ηχητικά - εδώ δηλαδή που θέλω να σταθώ - είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Δεν θα σας πω ότι το POKEY ξεπερνάει το SID, αλλά βρίσκεται εντυπωσιακά κοντά του, χάρη στην απίστευτη δουλειά που έκανε ο Michał Szpilowski. Φυσικά, όλα αυτά που σας γράφω δεν θα είχαν την παραμικρή σημασία αν δεν μπορούσατε να ακούσετε και οι ίδιοι την δημιουργία του Πολωνού μουσικού, οπότε ορίστε και το video για του λόγου το αληθές:


Για σκοπούς σύγκρισης μάλιστα, σας παραθέτω και μια μεταφορά του tune στον Atari ST, ο οποίος, αν και 16μπιτος, έχει χειρότερο soundchip (το tune μονάχα είχε μεταφερθεί στο μηχάνημα, όχι το παιχνίδι):


Και, εννοείται, δεν θα μπορούσα να μην βάλω και το κομμάτι από την original εκτέλεσή του, την κορυφαία όλων δηλαδή, αυτήν του Commodore 64 από τα ίδια τα χεράκια του Rob Hubbard:


Όμως, το Monty on the Run αποτελεί ένα μονάχα κομμάτι της 8bit platforming ιστορίας: αν θέλουμε να μιλήσουμε για τον πλέον εμβληματικό τίτλο του είδους, για το παιχνίδι που έβαλε τα θεμέλια για όλα τα υπόλοιπα που θα ακολουθούσαν, για τον Big Daddy, ρε παιδάκι μου, αυτός δεν είναι άλλος από το κορυφαίο δημιούργημα του πάλαι ποτέ ιδιοφυούς Matthew Smith, το πιο διάσημο προϊόν του bedroom coding, το Manic Miner (Bug Byte, 1983). Ό,τι και να γράψω θεωρώ ότι αδυνατώ να περιγράψω με λέξεις το πόσο καλό παιχνίδι είναι το Manic Miner, το πόσο άρτιο προγραμματιστικά ήταν αλλά και το πόσο εθιστικό ως gameplay. Για κάποια χρόνια μάλιστα απετέλεσε και το απόλυτο showcase για το τι μπορεί να κάνει ο ZX Spectrum, και για το τι αποτελέσματα μπορεί να δώσει η υποδειγματική αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων μίας υπολογιστικής πλατφόρμας.

 
Το Manic Miner, σε αντίθεση με το Monty on the Run για το οποίο έγραψα παραπάνω, μεταφέρθηκε πρακτικά... παντού! Σε αυτό το "παντού" πάντως (sic) δεν συμπεριλαμβάνονται οι 8bit υπολογιστές της Atari, που απετέλεσαν την εξαίρεση στον κανόνα σε ό,τι είχε να κάνει με το παιχνίδι του Matthew Smith (μαζί με τον VIC-20). Εδώ όμως, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς, όπου κι αν παίξει κάποιος το Manic Miner, το gameplay του δεν είναι ίδιο με αυτό του Spectrum! Μπορεί στο ένα μηχάνημα να είχε καλύτερο ήχο, στο άλλο καλύτερα γραφικά, στο τρίτο διαφορετικές αναλογίες στην οθόνη, στο τέταρτο να μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει και joystick, η ουσία όμως είναι ότι όταν σε ένα παιχνίδι του οποίου το ασύλληπτο playability βασίζεται σε pixel-perfect άλματα πας και πειράξεις το οτιδήποτε, όσο ελάχιστο και αμελητέο και αν φαίνεται αυτό, η... μανέστρα χαλάει. Έτσι λοιπόν, το Manic Miner κυκλοφόρησε (σχεδόν) παντού, αλλά πουθενά δεν ήταν τόσο καλό όσο στον ZX Spectrum (και φυσικά κανένα άλλο port δεν είχε αναλάβει εξ' ολοκλήρου και ο ίδιος ο Matthew Smith, αν αυτό λέει κάτι...).

Fast forward 37 χρόνια και φτάνουμε στο 2020, όταν και ο γράφων δοκιμάζει το Manic Miner στον Atari 800XL, το οποίο μετέφερε στην πλατφόρμα ο Terrence Derby το 2016, συνεπικουρούμενος, στον ηχητικό τομέα, από τον Michał Szpilowski (ναι, πάλι αυτός!). Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα, ήταν τα γραφικά και τα χρώματα: είχαν μεταφερθεί αυτούσια από την έκδοση του Spectrum. Ούτε στα fonts είχαν γίνει "εκπτώσεις", ούτε πουθενά. Όλα ίδια. Το δεύτερο θετικό, ήταν η μουσική: τα Blue Danube και In the Hall of the Mountain King από την original έκδοση έχουν μεταφερθεί στον Atari, αλλά ο κύριος Szpilowski έχει κάνει και πάλι τα μικρά του θαύματα, εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες του POKEY, και αποδίδοντας σε πολύ καλύτερες εκτελέσεις τα μουσικά θέματα του πρωτότυπου. Το τρίτο που προσέχει κανείς, είναι ο χειρισμός: μονάχα joystick; Τι σκατά; Πώς γίνεται να επιτευχθούν τα pixel-perfect jumps με την ασάφεια ενός joystick; Κι όμως, από την πρώτη κιόλας οθόνη κατάλαβα ότι γίνεται. Δεν ξέρω τι έκανε ο Terrence Derby, αλλά ο τύπος αποδείχτηκε πολύ μάγκας: ο χειρισμός μέσω (καλού) joystick είναι εξίσου ακριβής με τον χειρισμό μέσω keyboard. Θαύμα!

Το θαύμα όμως αυτό καθαυτό, έχει να κάνει με το ίδιο το παιχνίδι: το Manic Miner του Atari είναι το Manic Miner του Spectrum. Δεν ξέρω πόσο πιο απλά μπορώ να το γράψω. Το πώς πήρε όλα τα assets ενός παιχνιδιού για ένα μηχάνημα με Z80A και τα μετέφερε... αυτούσια (!) σε ένα μηχάνημα παρομοίων δυνατοτήτων με 6502 ο κύριος Derby, απλά με ξεπερνάει. Το μοναδικό, υπερ-εθιστικό, οργασμικό playability που μας χάρισε το 1983 ο Matt Smith από το υπνοδωμάτιό του, έφτασε, 33 χρόνια μετά, ίδιο και απαράλλαχτο, καθαρό και ανόθευτο, στους Atari. Respect και chapeau (που λένε και οι φίλοι μας (;) οι Γάλλοι) στους δημιουργούς.

 
Με αυτά και μ' αυτά λοιπόν, ολοκληρώθηκε μπροστά στα μάτια μου (και στ' αυτιά μου, να μην το ξεχνάμε αυτό), μια συνάντηση platforming γιγάντων μιας άλλης εποχής, από δύο άλλα μηχανήματα, στον Atari 800XL (και γενικότερα στα 8bit Atari). Οι εμβληματικοί Miner Willy και Monty αντάμωσαν στα φιλόξενα κυκλώματα του home computer της Atari, για να απαντήσουν στο ερώτημα που με βασάνιζε: "τι λέει αυτό το μηχάνημα; Πόσο καλό είναι, άραγε;". Τι να σας πω, κατά την ταπεινή μου άποψη αν μπορεί να παίζει το Manic Miner όπως ο ZX Spectrum και να κάνει το Monty on the Run να ακούγεται (σχεδόν) όπως στον Commodore 64, εμένα μου φαίνεται πολύ καλό! Ανυπομονώ να το ψάξω περισσότερο, να δω τι άλλες εκπλήξεις κρύβει. Μέχρι τώρα πάντως, τα έχει πάει αναπάντεχα καλά!



Ενημέρωση: λοιπόν, φίλες και φίλοι, έκανα ένα λάθος παραπάνω, όταν έγραψα ότι το Monty on the Run μεταφέρθηκε άνευ μουσικής στον Amstrad CPC. Το διαπίστωσα βλέποντας - και ακούγοντας - videos από το συγκεκριμένο παιχνίδι στο YouTube πρόσφατα. Τώρα, το πώς μου ξέφυγε κάτι τέτοιο όλα αυτά τα χρόνια, θα σας γελάσω. Μάλιστα, παρά το "αδύναμο" soundchip, το μουσικό θέμα είναι καθόλα αξιόλογο, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε στο παρακάτω video: