Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

T.G.S.: ανακοινώθηκαν οι τιμές για το νέο ελληνικό arcade χειριστήριο

Τις προηγούμενες φορές που έγραψα για το T.G.S. (The Greek Stick) η ανταπόκριση ήταν πολύ μεγάλη, κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο εάν σκεφτεί κανείς την δίψα των gamers για ένα νέο, πραγματικά arcade joystick, πιστό στον δρόμο που χάραξε 30τόσα χρόνια πριν ο Νίκος Ανερούσης με το θρυλικό Tomahawk.


Άπαντες ενθουσιάστηκαν με τις φωτογραφίες του T.G.S., πολλοί εκδήλωσαν την πρόθεση να το προπαραγγείλουν και η πλειοψηφία, αναμενόμενα, ρωτούσε για την τιμή πώλησης. Λοιπόν, πριν από μερικές ώρες, ο Dinohatzi, ο δημιουργός του T.G.S. ανακοίνωσε τις τιμές πώλησης του joystick του. Αυτές είναι οι παρακάτω (ανάλογα με το configuration - αντιγράφω από το AmigaComet):


Το T.G.S. θα μπει στην παράγωγη δειλά-δειλά σε πακέτα των δέκα σε 4 διαφορετικές εκδόσεις :

1) Τ.G.S. με 1 κουμπί χωρίς autofire στα 60 ευρώ + Φ.Π.Α. χωρίς συσκευασία
 
2) T.G.S. με 2 κουμπιά χωρίς autofire στα 65 ευρώ + Φ.Π.Α. χωρίς συσκευασία
 
3) Τ.G.S. με 1 κουμπί και autofire στα 75 ευρώ + Φ.Π.Α. χωρίς συσκευασία
 
4) Τ.G.S. με 2 κουμπιά και autofire στα 80 ευρώ + Φ.Π.Α. χωρίς συσκευασία
 
Οι παραπάνω εκδόσεις θα διατεθούν σε 2 χρώματα κατ επιλογή :
 
1) Λευκό με κόκκινη ή μαύρη μπίλια και κόκκινα ή μαύρα κουμπιά
 
2) Μαύρο με κόκκινη μπίλια και κόκκινα κουμπιά
 
Μπορούν να δοθούν και σε ξύλινη συσκευασία με επιπλέον κόστος 10 ευρώ + Φ.Π.Α.
 
To κάθε ένα joystick θα παράγεται για αυτόν που το παραγγέλνει και μόνο για αυτόν.
 
Δεν θα υπάρχει στοκ για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να προπληρώνετε πριν την παράγωγη του.
 
Δέκα κομμάτια διαθέσιμα για παραγγελιά
 
Για παραγγελίες στείλτε email στο dinohatziATyahooDOTgr


Εγώ να θυμίσω ότι τα 2 fire buttons είναι ανεξάρτητα (π.χ. άλμα + fire), ότι το auto fire ενεργοποιεί το auto firing του 1ου fire button και ότι το case του T.G.S. είναι μεταλλικό, γεγονός που το καθιστά λίγο πιο βαρύ (αλλά και λίγο πιο ανθεκτικό) από το Tomahawk.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Reshoot-R: ήρθε, και τα σπάει!

Επρόκειτο για τον πλέον πολυαναμενόμενο τίτλο για Amiga (ή, τον πλέον πολυαναμενόμενο από αυτούς που είναι ευρέως γνωστοί, για να είμαστε πιο ακριβείς). Το πρώτο Reshoot κάποιοι το λάτρεψαν, κάποιοι - πολύ περισσότεροι - το μίσησαν, το γεγονός είναι πάντως πως ούτε το παιχνίδι αλλά ούτε και ο δημιουργός του πέρασαν απαρατήρητα.


Ο περί ου ο λόγος Richard Lowenstein, παρά την υπερβολική και υπερβολικά άδικη κριτική που δέχτηκε και παρά την εμπορική αποτυχία του Reshoot, έβαλε το κεφάλι κάτω, σήκωσε τα μανίκια και βάλθηκε να μεταβάλλει την κακιασμένη κριτική σε κάτι το εποικοδομητικό. Και αυτό το κάτι έχει όνομα, και λέγεται Reshoot-R, ήτοι ο διάδοχος του Reshoot, με το οποίο ομοιάζει μόνο κατ' όνομα!


Όχι, δεν θα σας γράψω άλλα προς το παρόν, γιατί έχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε. Απλά να σας πω ότι έχω το Reshoot-R στα χέρια μου (φυσιολογικό, αφού το αγόρασα!) το έπαιξα (ελάχιστα) και δείχνει, απλά, καταπληκτικό.


Περισσότερα σε πρώτη ευκαιρία. Άσχετα πάντως από το πόσο καλό είναι το παιχνίδι, αν αξίζει τα χρήματα που ζητάει ο Richard και όποιες άλλες απορίες μπορεί να έχει κάποιος, θα πω μονάχα ότι στον οπτικοακουστικό τομέα είναι εντυπωσιακότατο. Για τα υπόλοιπα κάντε λίγη υπομονή, ε;

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

The Spectrum Show επεισόδιο 84 - δείτε τον Next σε δράση!

Καθώς ο Μάιος οδεύει προς το τέλος του και από χθες το βράδυ πληροφορηθήκαμε ότι η μοίρα των επόμενων Κυριακών μας είναι να τις ξοδεύουμε... ψηφίζοντας, ο Paul Jenkinson, ο ακάματος δημιουργός του The Spectrum Show, συνεχίζει ακάθεκτος το θε(ι)άρεστο έργο του (καλό, ε;), προσφέροντάς μας, με ακρίβεια που προσεγγίζει επικίνδυνα ακριβό ελβετικό ρολόι, ένα ακόμα επεισόδιο της Spectrum oriented σειράς βίντεο που φτιάχνει. The Spectrum Show, επεισόδιο υπ' αριθμόν 84, λοιπόν!

Εδώ σηκώνει διάλειμμα για standing ovation στον Paul, χωρίς υπερβολές. 84 επεισόδια; 84 βίντεο που απαιτούν έμπνευση, έρευνα, μεράκι, δουλειά και τεχνογνωσία; Γουάου! Κάντε μια πρόχειρη σύγκριση με ένα τυπικό μέλος της ελληνικής retro κοινότητας που το μόνο που μπορεί να κάνει με αντίστοιχη συνέπεια είναι να διαβάλλει τους συν-χομπίστες του και τις προσπάθειές τους, και βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Και για τον Paul, αλλά και για τα μπουμπούκια του retro στην Ψωροκώσταινα...

Ας αφήσουμε όμως στην άκρη τις πικρές συγκρίσεις, γιατί οδηγούν σε συμπεράσματα που έτσι κι αλλιώς έχουν εξαχθεί με ασφάλεια χρόνια τώρα και προκαλούν και ένα άλφα σφίξιμο στο στομάχι, οπότε για καλό μια φορά δεν είναι...

Πίσω στο 84ο επεισόδιο του The Spectrum Show λοιπόν, στο οποίο μπορείτε να παρακολουθήσετε (μπαγιάτικα) νέα, reviews παλιών και νέων παιχνιδιών, παρουσίαση ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος περιφερειακού για τον ZX Spectrum 128 (δεν γράφω περισσότερα, απλά δείτε το), κουβεντούλα για κάποιες διαφημιστικές καταχωρήσεις από το 10ο τεύχος του Crash (OK, ψιλοκαμμένο θέμα) και, εν είδει κερασακίου στην νοστιμότατη τούρτα του επεισοδίου, ένα βίντεο με τον ZX Spectrum Next σε δράση! Ναι, την ώρα που ο Paul και ο Geoff συνομιλούν στο background με τον Jim Bagley ο Next σε πρώτο πλάνο κερδίζει (αναμενόμενα) τις εντυπώσεις και κάνει τα σάλια μας να τρέχουν. Φορέστε τη σαλιάρα σας και απολαύστε το κι εσείς, λοιπόν!


Α, ναι, μην το ξεχάσω: φυσικά και δεν φτάνει το νέο επεισόδιο του The Spectrum Show για τον Paul, οπότε κυκλοφόρησε και νέο τεύχος του περιοδικού του, το οποίο και μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ. Είπατε τίποτα;


Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Review: Ghosts 'n Goblins Arcade

Ghosts n' Goblins Arcade (Commodore 64) - Nostalgia

Ανέκαθεν θαύμαζα το Ghosts n' Goblins. Από την πρώτη στιγμή που το είχα δει στα ουφάδικα, με είχε κερδίσει. Να ήταν τα γραφικά του, το - απλοϊκό μεν, αλλά λειτουργικό - storytelling με τον ιππότη που είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να ξανανιώσει το ζεστό κορμί της αγαπημένης του στην αγκαλιά του; Να ήταν ο απεριόριστος θαυμασμός που ένιωθα εκείνα τα χρόνια απέναντι σχεδόν σε οτιδήποτε είχε να κάνει με υπολογιστές και video games; Ό,τι κι αν ήταν, σίγουρα δεν ήταν το gameplay του: το Ghosts n' Goblins ήταν πάντα ένα παιχνίδι αρκετά δύσκολο, όχι μόνο για τις ικανότητες ενός δεκατετράχρονου στην Ελλάδα των 80s, αλλά ακόμη και γι' αυτές ενός έμπειρου παίκτη. Λίγοι το προχωρούσαν αρκετά, τόσο ώστε να δικαιολογηθεί το εικοσάρικο που είχαν ξοδέψει. Παρόλο λοιπόν το γεγονός ότι η σκέψη του ηλεκτρονικού της Capcom δεν ισοδυναμούσε στο μυαλό μου με ατέλειωτες ώρες απολαυστικού gameplay, χάρηκα ιδιαίτερα όταν το παιχνίδι μεταφέρθηκε στα home computers της εποχής. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα ένιωσα και τώρα, σχεδόν 30 χρόνια μετά, στο άκουσμα της είδησης ότι η team Nostalgia, μετά την εξαιρετική δουλειά που είχε κάνει στο remake του Commando, αποφάσισε να "περιποιηθεί" άλλον έναν τίτλο της Capcom για τον Commodore 64 που είχε αναλάβει να μεταφέρει στους προσωπικούς υπολογιστές η Elite. Κυρίες και κύριοι, με υπερηφάνεια σας παρουσιάζω το Ghosts n' Goblins Arcade, από την Nostalgia!


Η έκδοση της Nostalgia έχει στηθεί χρησιμοποιώντας ως βάση την έκδοση της Elite, και αλλάζοντας, με λίγα λόγια, τα… πάντα! Γραφικά, ήχος, επίπεδα, εχθροί, κινήσεις παίκτη και αντιπάλων, loading screen, animated sequences, τα πάντα έχουν αλλάξει ώστε να πλησιάζουν το coin op. Ίσως το μόνο στοιχείο που κρατήθηκε σχεδόν αυτούσιο να είναι η μουσική των τίτλων, καθώς επρόκειτο για ένα από τα κλασικότερα tunes του 64άρη. Είναι τόσες οι αλλαγές και οι προσθήκες νέων στοιχείων, που το "νέο" παιχνίδι έχει φτάσει να καταλαμβάνει τετραπλάσια kilobytes σε σχέση με το παλιό. Το αποτέλεσμα, ανταμείβει: γραφικά, ήχος, παρουσίαση - όλα κυμαίνονται σε υποδειγματικό επίπεδο. Δεν θα το χαρακτηρίσω "επαγγελματικό", καθώς "επαγγελματική" καθαρά ήταν η έκδοση της Elite - και η έκδοση της Nostalgia είναι καλύτερη σε όλα! Ίσως αυτό να ξενίζει κάπως, να ακούγεται κάπως υπερβολικό, όμως δεν είναι: το "νέο" Ghosts n' Goblins είναι βελτιωμένο στα πάντα σε σχέση με τη μεταφορά των 80s - από την πιο μικρή λεπτομέρεια, μέχρι και τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, λόγω και των ετών που έχουν μεσολαβήσει, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις διαφορές, αν δεν τρέξει, μετά την έκδοση της Nostalgia, αυτήν της Elite: μιλάμε για τη μέρα με τη νύχτα!


Ανέφερα και παραπάνω, ότι γραφικά, ήχος και παρουσίαση βρίσκονται σε υποδειγματικό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για την κίνηση των sprites και το scrolling της οθόνης. Σύμφωνα με αυτά, θα μπορούσε κανείς να καταλήξει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το Ghosts n' Goblins Arcade πάει για… δεκάρι. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι…

Προτού κατασταλάξω αποφάσισα να τρέξω και την έκδοση του coin op, για να δω εάν και εφόσον υπάρχουν διαφορές στο gameplay. Η απάντηση είναι ότι "ναι, υπάρχουν". Από τις πιο απλές (οι αντίπαλοι κάνουν σχεδόν τις ίδιες κινήσεις και απαιτούν σχεδόν τον ίδιο αριθμό βολών για να σκοτωθούν - σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς), από το γεγονός ότι η κίνηση του μοχλού προς μία κατεύθυνση σε συνδυασμό με το πάτημα του fire στο coin op έχει ως αποτέλεσμα να "πυροβολούμε" πιο γρήγορα ενώ στον Commodore δεν κάνει την παραμικρή διαφορά, μέχρι και το πλέον σημαντικό, τη συνολική αμεσότητα και ανταπόκριση του παιχνιδιού στις κινήσεις του παίκτη. Μη με παρεξηγήσετε, αυτό το τελευταίο συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις μεταφορές coin ops σε υπολογιστές - πιθανότατα να οφείλεται στην απουσία εξειδικευμένων υποκυκλωμάτων για το input (μην ξεχνάμε ότι ο βασικός επεξεργαστής του Ghosts n' Goblins είναι ένας 8μπιτος, ο 6809 της Motorola) -, και, σίγουρα, είναι πολύ πιο εμφανές στην "παλιά" έκδοση. Δεν είναι κάτι το τραγικό, απλά εμποδίζει τον παίκτη να δώσει το 100% του και, πιστέψτε με, σε κάποιες στιγμές αυτό ισοδυναμεί με Game Over…

Θα μπορούσαμε τελικά να πούμε ότι το παιχνίδι είναι αξιόλογο; Ότι αξίζει να ασχοληθούμε μαζί του, ακόμα και μετά τα "προβληματάκια" που αναφέραμε; Η απάντηση είναι "φυσικά": η δουλειά που έχει γίνει σε όλους τους τομείς είναι εξαιρετική, και τα όσα διαβάσατε στην προηγούμενη παράγραφο απλά πταίσματα που τα κάνει να φαίνονται ως κάτι παραπάνω η - έτσι κι αλλιώς σχετικά αυξημένη - δυσκολία που παρουσιάζει εν γένει το Ghosts n' Goblins. Η δουλειά των ανθρώπων της Nostalgia είναι, για μία ακόμη φορά, υψηλότατου επιπέδου. Ενδεικτικό είναι ότι ο ήχος του Ghosts n' Goblins Arcade στον Commodore 64 είναι συνολικά πολύ καλύτερος αυτού της έκδοσης της Amiga (!), που αποτελεί μια από τις πιστότερες μεταφορές coin op που έχουν γίνει στη "Μεγάλη Κυρία" της Commodore…

Βαθμολογία: 8,5/10








Το παραπάνω review δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο 9ο τεύχος του περιοδικού Retro Planet, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2015.

Loving your ST with Rastari

Πρέπει να πάνε καμιά δεκαριά χρόνια τώρα από τότε που ξεκίνησα δειλά-δειλά την "επανασύνδεσή" μου με τον Atari ST, έναν υπολογιστή που τον είχα back in the day στην - ας την πούμε - χρυσή εποχή του. Αφού απέκτησα έναν 520STFM, τον πούλησα και μετά τον ξανα-αγόρασα πίσω (!), ξεκίνησα να κατεβάζω και να γράφω κάποια menu disks από γνωστά groups της εποχής (Automation, Pompey Pirates κ.ά.). Εννοείται πως εκτίμησα όσο δεν πάει την επιλογή της Atari για floppy disk controller και drives που επιτρέπουν ακόμα και σήμερα την άκοπη εγγραφή δισκετών από ένα PC, κι ας μην έχουν τις δυνατότητες του "εξωτικού" controller της Amiga. Πραγματικά, είναι παιχνιδάκι να γράψει κανείς από ένα Windows PC δισκέτες που να διαβάζονται άμεσα από τον ST και μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και USB floppy disk drive! Εννοείται πως αν κάποιος τα θέλει όλα γρήγορα και βολικά υπάρχουν - με το ανάλογο χρηματικό αντίτιμο, πάντα - και λύσεις όπως το Ultrasatan, αλλά θεωρώ πως ο ST είναι όσο χρειάζεται βολικός και με τις δισκέτες και δύσκολα θα νιώσει κάποιος πραγματική ανάγκη για σκληρό δίσκο, οπότε...

Για να επεκταθώ λιγάκι στην τελευταία πρόταση, το 95% (και βάλε;) του software που γράφτηκε και κυκλοφόρησε για τον Atari ST δεν απαιτούσε τίποτα περισσότερο από 512ΚΒ μνήμης RAM και ένα floppy disk drive των 720ΚΒ. Έτσι, θεωρητικά, με έναν 520STFM μπορεί κανείς να τρέξει πρακτικά τα πάντα, έτσι; Η απάντηση είναι "ναι", εκτός... Εκτός αν υπάρχουν και βλέψεις για καινούριες παραγωγές, περίπτωση κατά την οποία ο 520STFM είναι ουσιαστικά άχρηστος. Ναι, καλά διαβάσατε, το (πάνω-κάτω) 75% των demos και παιχνιδιών που κυκλοφόρησαν την τρέχουσα χιλιετία "ζητούν" Atari STE και το 99,9% από 1ΜΒ μνήμης RAM και πάνω. Πώς είπατε; Δεν ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά του Atari που μεσουράνησε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '80; Ναι, το γνωρίζω πολύ καλά, αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι' αυτό...

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, ένας STE είναι η απόλυτη λύση (ST-wise) πλέον; Όχι και τόσο, αφού η συμβατότητά του με την πλειοψηφία των demos και παιχνιδιών που κυκλοφόρησαν μέχρι το 1989-1990 είναι, τουλάχιστον, αμφίβολη. Υπάρχουν φυσικά patches και fixes για πάρα πολλά εξ' αυτών, αλλά, όπως και να το κάνουμε, η όλη φάση δεν είναι και η πλέον ιδανική.

Βάσει των παραπάνω λοιπόν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αν θέλετε να αναβιώσετε τις παλιές καλές μέρες του ST και να έχετε τη δυνατότητα να χαρείτε και οτιδήποτε νέο κυκλοφορεί πρακτικά χρειάζεστε 2 μηχανήματα, έναν ST κι έναν STE. Αν μάλιστα είστε και πλεονέκτες και επιθυμείτε και ολίγη εμπειρία από Falcon ε, το μαντέψατε, τα μηχανήματα γίνονται αυτομάτως 3 και ο χώρος και τα χρήματά σας συρρικνώνονται επικίνδυνα!

Επειδή όπως έγραφα και στην προηγούμενη ανάρτηση είναι ωραίο και γλυκό το real thing αλλά και οι ευκολίες της εξομοίωσης καθόλου αμελητέες, αποφάσισα να σας γράψω μερικά λογάκια για ένα "συνολάκι" εξομοίωσης που θα σας κάνει να χαρείτε ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η Atari scene με πολύ λίγα χρήματα. Αρχικά θα χρειαστείτε ένα Raspberry Pi, και, μάλιστα, θα διαπιστώσετε ότι ακόμα και ένα RPi 2 model B επαρκεί.


Και, όχι μονάχα αυτό, αλλά μπορείτε κάλλιστα να χρησιμοποιήσετε ακόμα και ένα Raspberry Pi ZeroZero W) των 6-12€!


Σε αυτήν την περίπτωση μάλιστα, υπάρχει και ένα υπέροχο case που πιστεύω πως θα συμφωνήσετε ότι ολοκληρώνει ιδανικά το hardware κομμάτι:





Με αυτά τα ολίγα ολοκληρώνεται το hardware part του όλου project, οπότε προχωράμε στο software. Το πρώτο - και βασικότερο - που θα χρειαστούμε είναι το image file του Rastari, ενός πλήρους και πανέμορφου front end για τον emulator Hatari. Το Rastari περιλαμβάνει σχεδόν οτιδήποτε θα χρειαστεί κανείς και μπορείτε να το βρείτε εδώ. Αφού, με την βοήθεια του Etcher, μεταφέρουμε το Rastari σε μια microSD καρτούλα, μπορούμε να bootάρουμε το ολοκαίνουριο ST μας.

Την πρώτη φορά που θα ξεκινήσει το Rastari μας ρωτάει εάν επιθυμούμε να συνδεθούμε σε κάποιο δίκτυο WiFi το οποίο και θα χρησιμοποιηθεί μελλοντικά για τις (όποιες) ενημερώσεις. Επίσης επιλέγουμε εάν ο ήχος του ST μας θα εξέρχεται μέσω της HDMI ή του 3,5mm jack του Raspberry Pi. Μετά απ' αυτά είμαστε έτοιμοι: επιλέγουμε κάποιο από τα προεγκατεστημένα μοντέλα ST, TT ή Falcon και ξεκινάμε.


Μια στιγμή, όμως: λόγω του ότι δεν επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση των ROM images των STs, το Rastari είναι εφοδιασμένο με διάφορες εκδόσεις του EmuTOS. Καθώς όμως εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε μισές δουλειές, κατεβάζουμε τις ROMs που επιθυμούμε από εδώ αλλά και τα παιχνίδια που θέλουμε να παίξουμε από την σελίδα του Exxos και είμαστε έτοιμοι. Σχεδόν...


Το μόνο που μένει είναι να γράψουμε τα παραπάνω σε ένα USB stick ώστε να τα μεταφέρουμε στο Raspberry Pi και στον Rastari. Ο τελευταίος είναι εφοδιασμένος με έναν λειτουργικότατο file manager που θα μετατρέψει τη διαδικασία της μεταφοράς σε παιχνιδάκι.


Αφού τελειώσουμε λοιπόν και με τις μεταφορές, επιλέγουμε το μοντέλο ST που επιθυμούμε, του αλλάζουμε τα φώτα (ουπς, το configuration εννοούσα) με Alt+O, ενώ για quit στον οθόνη επιλογής μηχανήματος χρησιμοποιούμε το Alt+Q.


Ξεκινώντας με έναν απλό, κλασικό και παραδοσιακό Atari 1040STF, διαπίστωσα πως ό,τι κι αν έτρεξα λειτουργούσε as it should. Το GEM, διάφορα demos και, φυσικά, παιχνίδια, έλαμπαν στο Rastari:





Στη συνέχεια πέρασα σε κάποιες κλασικές παραγωγές στον Atari STE:





Για να ολοκληρώσουμε με gaming στον Falcon:



Εδώ θα πρέπει να πούμε 2-3 πραγματάκια για τον Hatari και τον βαθμό στον οποίο εξομοιώνει ικανοποιητικά τους υπολογιστές που καλείται να εξομοιώσει. Με μία πρόταση, το "πακετάκι" Raspberry Pi - Rastari - Hatari δουλεύει άψογα και εξομοιώνει σωστά όλα τα μηχανήματα που υποστηρίζει. Με λίγη προσοχή στην παραμετροποίηση του Hatari (σωστή TOS ROM, ενεργοποίηση του border) ακόμα και τα πιο απαιτητικά demos λειτουργούν άψογα. Το μόνο πρόβλημα που κατάφερα να εντοπίσω ήταν σχετικό με τον DSP ήχο στην εξομοίωση του Falcon: πρέπει να ρυθμίσουμε την εξομοίωση του DSP σε "dummy" γιατί, αν την έχουμε στο "disabled" έχουμε θέματα ασυμβατότητας και, εάν την έχουμε "enabled", σε οποιαδήποτε ποιότητα, ο emulator "τρέχει" με 20-30 frames. Το λεπτό! Οπότε "dummy" και καθαρίσαμε με μόνο τίμημα λίγη βουβαμάρα (!), ανάλογα πάντα με το παιχνίδι ή το demo...

Εν κατακλείδι, αν και εσείς όπως και εγώ επιθυμείτε να έχετε τη δυνατότητα να τρέξετε οτιδήποτε κυκλοφόρησε και θα κυκλοφορήσει για Atari ST, STE και Falcon και δεν "φτιάχνεστε" με το να ξοδέψετε ένα κάρο χρήματα για το real thing, θεωρώ ότι το Rastari είναι μια από τις καλύτερες - και οικονομικότερες - λύσεις. Μαζί φυσικά με ένα Raspberry Pi Zero και ένα τέτοιο case, έτσι;

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

To emulate or not to emulate? That is the question

Πρέπει να ήταν κάπου γύρω στο 1998-'99 αν δεν με απατά η μνήμη μου, μπορεί και λίγο νωρίτερα, όταν, εξερευνώντας το νέο (τότε) αυτό φρούτο που ονομαζόταν "internet" έπεσα πάνω σε ένα πρόγραμμα που υποστήριζε ότι εξομοίωνε τον Commodore 64 μέσα από το PC. Ο εξομοιωτής αυτός ονομαζόταν CCS64 και, guess what?, έκανε ακριβώς αυτό που υποσχόταν, δίνοντάς μου τη δυνατότητα μετά από μια δεκαετία και βάλε να ξαναχαρώ το gameplay του Hyper Sports, την μουσική του Monty on the Run, τα γραφικά του Gryphon, την ατμόσφαιρα του Castle of Terror και πολλά ακόμη που με είχαν συντροφέψει στην εφηβεία μου, τότε που - για ένα διάστημα, τουλάχιστον - βασικός υπολογιστής μου ήταν ο κορυφαίος (σε πωλήσεις, και όχι μόνο) home computer όλων των εποχών. Έκτοτε, οι λέξεις "emulator" και "emulation" μπήκαν στη ζωή μου και συνέλαβα τον εαυτό μου να προσπαθεί με επιτυχία ή μη να αναβιώσει εμπειρίες από όλα τα μηχανήματα που είχαν περάσει ποτέ από τα χέρια μου. Η ικανοποίησή μου ήταν μεγάλη και η χαρά με πλημμύριζε, καθώς απλά και ανέξοδα μπορούσα, μέσα λίγα λεπτά της ώρας, να στήσω ένα κλασικό μηχάνημα με όλη τη software βιβλιοθήκη του στο πανίσχυρο (συγκριτικά) PC. Ένας ολόκληρος κόσμος του παρελθόντος ανοιγόταν μπροστά μου και, αναμενόμενα, τα χρόνια που ακολούθησαν τον εξερεύνησα και με το παραπάνω...


Μπαίνοντας στη νέα χιλιετία τα χρήματα ήταν αρκετά και οι υποχρεώσεις λιγοστές και κατά συνέπεια είχα τις δυνατότητες και τον χρόνο να κυνηγήσω το real thing. Με τιμές κυριολεκτικά χώμα - αφού το hobby του retro computing απασχολούσε ελάχιστους και οι πάσης φύσεως "συλλέκτες" δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους - το hardware των '80s και '90s ήτοι τα πραγματικά μηχανήματα ήταν πλέον ο στόχος. Κι έτσι πέρασε μια ολόκληρη δεκαετία που μάζεψα τα πάντα, από ZX81 μέχρι Amiga 4000, με ό,τι παλαβό περιφερειακό μπορεί κανείς να φανταστεί. Και με την απληστία να χτυπάει κόκκινα, αφού τα περισσότερα τα είχα τουλάχιστον σε... τριάδες (!), με τους ZX Spectrum και Amiga 500 να κατέχουν τα πρωτεία, αφού είχα πάνω από δέκα από το καθένα. Με την έλευση της τρέχουσας δεκαετίας τα πράγματα άλλαξαν και πάλι: κάτι ο χώρος, κάτι η οικονομική στενότητα, κάτι οι αυξημένες υποχρεώσεις έκαναν όλα τα μηχανήματα να πουληθούν με συνοπτικές διαδικασίες μέσα σε 1-2 χρόνια. Έτσι, έστρεψα για μία ακόμα φορά την προσοχή μου στην εξομοίωση προκειμένου να παίρνω την retro δόση μου. Και, όσο κι αν πλέον μπορώ με ικανοποίηση να δηλώσω ότι έχω πια στην κατοχή μου όλα τα "βασικά" μηχανήματα που με ενδιέφεραν (Spectrum, Amstrad, Commodore και Atari ST + Amiga), κάτι οι ανάγκες του περιοδικού, κάτι η ευκολία και μονίμως ο περιορισμένος διαθέσιμος χώρος με οδηγούν στη συχνή χρήση των εξομοιωτών. Κι εδώ έρχομαι στην ερώτηση του τίτλου της ανάρτησης: εξομοίωση ή όχι; Γιατί έχουν εμφανιστεί εκεί έξω τόσοι πολέμιοι του emulation; Είναι ασυγχώρητη αμαρτία που πρέπει να τιμωρηθεί με εντατικό αυτομαστίγωμα το να παίζει κανείς Lotus Esprit Turbo Challenge στον WinUAE; Θα πάω στην κόλαση; Πείτε μου, σας παρακαλώ!


Εδώ οι απόψεις σαφώς και διίστανται, αλλά, όπως και στα πάντα άλλωστε, μια ψύχραιμη προσέγγιση στο θέμα νομίζω ότι μπορεί να μας δώσει όλες τις απαντήσεις. Αν το προσέξετε, οι φανατικότεροι υπέρ του emulation είναι συνήθως αυτοί που στο παρελθόν "έχουν καεί". Ήτοι είχαν πέσει στο τριπάκι να ξοδεύουν και να ξαναξοδεύουν και μετά να ξοδεύουν ακόμα περισσότερα σε ένα ή περισσότερα παλιά μηχανάκια, πουσάροντάς τα μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο, αγοράζοντάς τους ό,τι περιφερειακό κυκλοφορούσε και ψάχνοντας μονίμως για το καρασπάνιο και υπερακριβό add-on που θεωρούσαν ότι λίγο ή πολύ θα τους προσέφερε απεριόριστη ικανοποίηση και ένα έντονο αίσθημα ολοκλήρωσης. Ε, όταν πλέον διαπίστωσαν ότι όλα αυτά ήταν μάλλον μάταια και ότι ξόδευαν χρήματα και χρόνο από τη ζωή τους σε ένα βαρέλι δίχως πάτο έκαναν στροφή 180 μοιρών (και όχι 360 μοιρών που λέει ο πρωθυπουργός μας) και το έριξαν στην εξομοίωση, απολαμβάνοντας τις αδιαμφισβήτητες ευκολίες που αυτή προσφέρει, κερδίζοντας χρήμα, χώρο και, το κυριότερο, ψυχική ηρεμία. Μπορεί λοιπόν άραγε να κατηγορήσει κανείς αυτούς τους ανθρώπους που τάσσονται φανατικά υπέρ του emulation και όπου σταθούν κι όπου βρεθούν αναφέρονται με αηδία σε "χρέπια τριακονταετίας"; "Φυσικά και μπορεί", είναι η απάντηση, ειδικά αν έχουμε να κάνουμε με αυτούς που βρίσκονται στην ακριβώς απέναντι όχθη, ήτοι τους φανατικούς πολέμιους της εξομοίωσης, τους ανθρώπους που αν δεν χαϊδέψουν κιτρινισμένο πλαστικό θεωρούν ότι θα πάει στραβά η μέρα τους, τους real purists που αντιμετωπίζουν το φόρτωμα από κασέτα και τη ρύθμιση του αζιμούθιου της κεφαλής του κασετοφώνου ό,τι πιο κοντά στη νιρβάνα. Ναι, αναφέρομαι σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία retro fanatics που στον ελεύθερο χρόνο τους διαβάζουν Αγόρι και Ζάκουλα τρώγοντας Fofico, βλέπουν ταινίες με τον Στάθη Ψάλτη, αναπολούν τη χρυσή εποχή των κασετών 8 track και καταριόνται πολλάκις ημερησίως τον Bill Gates και τα PCs. Καμία σημασία δεν έχει γι' αυτούς το γεγονός ότι ο μισητός "Βασιλάκης" εδώ και χρόνια δεν πολυασχολείται με την Microsoft και ότι η x86 αρχιτεκτονική αποτελεί την βάση όλων των υπολογιστών που χρησιμοποιούν για τις ουσιώδεις χρήσεις εδώ και μια εικοσαετία...


Αφήνοντας λίγο στην άκρη τους φανατικούς οπαδούς της εξομοίωσης και τους ορκισμένους εχθρούς τους που δεν πρόκειται ποτέ να χαρίσουν καλή κουβέντα σε μηχάνημα που δεν φέρει το logo της Sinclair ή της Commodore, να σας πω ότι αφορμή για αυτό το κείμενο μου έδωσε - τι άλλο; - ένας εξομοιωτής ή, πιο σωστά, ένα ολοκληρωμένο πακέτο εξομοίωσης για Atari ST/TT/Falcon που βασίζεται στον emulator Hatari, τρέχει σε Raspberry Pi, ονομάζεται Rastari και αποτελεί προϊόν της δουλειάς του εκ Τουρκίας ορμώμενου 16bit lover που ονομάζεται Murat Özdemir. Ο καλός μας Murat λοιπόν έφτιαξε το Rastari το οποίο, χωρίς υπερβολή, λύνει τα χέρια όσων - όπως ο γράφων - σιχτίριζαν με την κατάσταση στην 16/32bit Atari scene τα τελευταία χρόνια. "Ποια κατάσταση;" θα αναρωτιέστε. Πολύ σύντομα θα σας πω ότι έχουμε φτάσει στο σημείο που, αν κάποιος θέλει να τρέχει νέες παραγωγές για τον Atari αλλά και κάποια αγαπημένα menu disks του παρελθόντος πρέπει να έχει στην κατοχή του έναν STF/STFM (για τα παλιά παιχνίδια και demos), έναν STE (για τα καινούρια παιχνίδια και demos) και... έναν Falcon (!) για τις platform specific παραγωγές. Χωρίς να ξεχνάμε το ότι θα πρέπει να έχουμε τρόπο να γράψουμε δισκέτες, να κατέχουμε ένα ή περισσότερα Ultrasatan και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. "Ήμαρτον!", που θα αναφωνούσε και ο Γεωργίου πνιγμένος από δίκαιη αγανάκτηση...

Το Rastari λοιπόν δίνει λύση σε όλα τα παραπάνω, προσφέροντας ένα all-in-one πακέτο με χαμηλό κόστος, όμορφο περιβάλλον και άψογη λειτουργικότητα. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται ελκυστικός ένας Commodore 64 των 50-80€ απέναντι στον VICE, ο Falcon των 800-1000€ δεν πρόκειται ποτέ να με κερδίσει συγκριτικά με το emulation. Είπαμε, τα κολλήματα πρέπει να έχουν και τα όριά τους, όπως τα έχουν και τα πορτοφόλια μας!


Για το Rastari επιφυλάσσομαι να αναφερθώ αναλυτικά σε επόμενη ανάρτηση, καθώς πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αξιόλογο και προσεγμένο project, το οποίο δεν είναι όσο γνωστό θα του άξιζε να είναι. Οπότε αναμένετε στο... ακουστικό σας για αναλυτική παρουσίαση με πολύ οπτικό υλικό. Το υπόσχομαι!

Επιστρέφοντας στο κυρίως θέμα μας, νομίζω ότι η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου μπορεί - για οποιονδήποτε αντιμετωπίζει με γνώμονα τη λογική το όλο θέμα - αβίαστα να είναι "ναι, εννοείται, αλλά όχι μόνο". Γιατί, ναι μεν από τη μία οι ευκολίες είναι αμέτρητες και το οικονομικό κέρδος... ανυπολόγιστο, από την άλλη όμως "there's no such thing as the real thing". Συμβουλή δική μου; Αγοράστε, εξοπλίστε και στήστε σε περίοπτη και λειτουργική θέση το πλέον αγαπημένο σας μηχάνημα του παρελθόντος (άντε, και 2-3 απ' αυτά αν έχετε χώρο) και εξομοιώστε όλα τα υπόλοιπα. Γιατί κυκλοφορούν ασταμάτητα αξιόλογες νέες παραγωγές σε demos και παιχνίδια σε όλες τις πλατφόρμες και είναι κρίμα να μη μπορείτε να τις απολαύσετε ή να πληρώσετε μια περιουσία για να το κάνετε, έτσι δεν είναι;

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

EON από τους Black Lotus για Amiga 500

Ναι, φτάσαμε αισίως στο ΕΟΝ. Στο ΕΟΝ που τρέχει σε Amiga 500, στο ΕΟΝ για το οποίο μιλάει με ενθουσιασμό όλος ο (Αμιγκικός) κόσμος. Λοιπόν; Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το demo που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Revision 2019, κέρδισε την 1η θέση μεταξύ των Amiga demos και rockαρε το σύμπαν της Μεγάλης Κυρίας του home computing;

Μεταξύ μας, το κυρίαρχο, το εξέχον, το μοναδικό χαρακτηριστικό του ΕΟΝ που το κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι πρόκειται για την πρώτη δημιουργία - μετά από 5ετή αγρανάπαυση - ενός διάσημου demogroup, των εμβληματικών Black Lotus. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι η όλη φάση είναι σα να βγάζουν νέο δίσκο οι Beatles, καινούρια ταινία ο Stanley Kubrick, να επιστρέφει στα γήπεδα ο Νίκος Γκάλης και άλλα τέτοια ωραία που θα λατρεύαμε αλλά δεν έγιναν ποτέ και τώρα πια αποκλείεται να συμβούν για προφανείς λόγους (γερατειά, θάνατοι κλπ).

Επιστρέφοντας όμως στην επιστροφή (sic) των Black Lotus, φαίνεται ότι άπαντες υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό το γεγονός ότι το ιστορικό group δημιούργησε ένα αξιόλογο demo το οποίο τρέχει - άκουσον-άκουσον - σε Amiga 500! Τι λες ρε παιδάκι μου, λες και μιλάμε για ZX81 ένα πράγμα, δηλαδή. Βέβαια, αν προσέξει κανείς τα requirements των demos που ακολουθούν τα ΕΟΝ και De Profundis στην κατάταξη των Αμιγκικών παραγωγών θα κατανοήσει το μέγεθος της παράνοιας: AGA (OK), μνήμη 32ΜΒ (α, ναι;) και επεξεργαστής Motorola 68060 (αλήθεια;). Ε, ναι, φυσικά: μέσα σε αυτή την παράνοια εξωπραγματικών απαιτήσεων ένα demo που τρέχει σε Amiga 500 με 1ΜΒ RAM έφτασε να θεωρείται μεγάλη υπόθεση. Άσχετα βέβαια που τα εντυπωσιακότερα demos που έχουμε δει ποτέ τρέχουν σε ένα 8μπιτο μηχάνημα με επεξεργαστή χρονισμένο στο 1MHz και 64ΚΒ μνήμης RAM...


Γκρίνια (δικαιολογημένη) aside, το ΕΟΝ ξεχωρίζει για την σκοτεινή αισθητική του, την - σε κάποια σημεία - πολύ καλή μουσική του και κάποια εντυπωσιακά εφέ (π.χ. την στατική εικόνα της κοπέλας που μετατρέπεται σε πολύγωνα τα οποία στη συνέχεια περιστρέφονται). Προσωπικά δεν θεωρώ ότι είναι πιο εντυπωσιακό από το ίδιο το γεγονός της επιστροφής των Black Lotus στα Αμιγκικά δρώμενα, αλλά, όπως και αν το δει κανείς πρόκειται αναμφίβολα για μία ποιοτικότατη παραγωγή η οποία ουσιαστικά τρέχει σε οποιαδήποτε Amiga υπάρχει εκεί έξω. Thumbs up, λοιπόν, και ευχόμαστε να υπάρξει και η ανάλογη συνέχεια!