Όταν κόλλησα για πρώτη φορά το μικρόβιο του computing, εκεί στις αρχές των 80s, ήταν φυσικό να εντυπωσιάζομαι από τα όμορφα, καλοσχεδιασμένα και υψηλής ευκρίνειας - με τα δεδομένα της εποχής, πάντα - γραφικά. Στην αρχή ήταν τα παιχνίδια που έβλεπα στην βιτρίνα του Athens Computer Center. Στη συνέχεια ακολούθησαν screenshots στο Computer Για Όλους, και αργότερα στο Pixel και στα αγγλικά περιοδικά: Your Computer, Popular Computing Weekly, Computer+Video Games. Ήταν απλά μικρές, θολές φωτογραφιούλες, κάποιες φορές ακόμα και ασπρόμαυρες, αλλά έφταναν για να γεμίσουν το εφηβικό μου μυαλό με προσμονή για τον νέο υπολογιστή, το νέο παιχνίδι, ήταν αρκετές και με το παραπάνω ώστε να τροφοδοτήσουν τη φαντασία μου να ταξιδέψει σε νέους, ανεξερεύνητους, ψηφιακούς κόσμους.
Ξεκίνησα με τον TRS-80 Color Computer της Radio Shack και περίπου ένα χρόνο αργότερα προστέθηκε στην παρέα και ο ZX Spectrum της Sinclair που, εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα ήταν η απόλυτη παιχνιδομηχανή, όχι μόνο λόγω δυνατοτήτων, αλλά και λόγω διάδοσης. Πραγματικά, πρέπει να υπήρξε μια εποχή κάπου εκεί στα μέσα του 1983 μέχρι τα τέλη του 1984 που το 90% των εν Ελλάδι home computers να ήταν Spectrum!
Με τη συντροφιά του αγαπημένου γομολάστιχα λοιπόν, τα πήγαμε καλά. Και παιχνίδια χάρηκα, και ωραία γραφικά κάποιες φορές, και εύκολη BASIC, και σχετικά απροβλημάτιστες αντιγραφές, όλα καλά. Αλλά κάπου εκεί, με το που μπήκε το 1985 αν θυμάμαι καλά, ένας κολλητός μου απέκτησε Commodore 64 με πράσινο monitor και disk drive 1541. Εντάξει, έπαθα πλάκα: τα γραφικά του 64άρη φάνταζαν καλύτερα στην πράσινη οθόνη απ' ότι πραγματικά ήταν, ο ήχος των παιχνιδιών ήταν εντυπωσιακός και η ταχύτητα (η ποια;) του disk drive - OK, με turbo loaders - και η αξιοπιστία του συγκριτικά με τις κασέτες μοναδική. Έτσι λοιπόν μάζεψα το κομπόδεμά μου και πήρα τον άμοιρο Spectrumάκο μαζί με το Interface-1 και το Microdrive (σοβαρός χρήστης φίλοι μου, όχι, παίζουμε!) και κίνησα για το Cat Computers όπου και τον αντάλλαξα (με την (δυσ)ανάλογη οικονομική επιβάρυνση, φυσικά) με έναν ολοκαίνουριο Commodore 64 με κασετόφωνο C2N και τρία παιχνίδια - σε κόπιες, εννοείται -, τα Spy Hunter, Raid Over Moscow και Way of the Exploding Fist. Όταν λοιπόν έφερα τον νέο υπολογιστή σπίτι και συνέδεσα τα πάντα στην έγχρωμη τηλεόραση του σαλονιού, έπαθα το πρώτο μεγάλο σοκ φορτώνοντας το πρώτο παιχνίδι: ο 64άρης έπαιζε μουσική την ώρα που φόρτωνε! Όχι η βουβαμάρα του CoCo, ούτε το τιρ-τιρ-μπρρρρ του Spectrum, καθαρότατες μελωδίες που φάνταζαν σα να έβγαιναν από ένα επαγγελματικό synthesizer! Κι εκεί ακριβώς ήταν που ξεκίνησα να λατρεύω το SID και τα tunes του. Λίγο καιρό αργότερα φόρτωνα παιχνίδια μονάχα για να απολαμβάνω τα loading tunes τους και διαπίστωσα με μεγάλη ικανοποίηση ότι να, κι εμείς οι πτωχοί πλην τίμιοι κάτοχοι κασετοφώνου είχαμε ένα σαφές πλεονέκτημα απέναντι στους ιδιοκτήτες disk drives: εμείς είχαμε μουσικάρες την ώρα του φορτώματος. Κι ευτυχώς, αυτό διαρκούσε αρκετά!
Όσο καιρό κράτησα τον Commodore 64, όλως τυχαίως έδειχνα σαφή προτίμηση στα παιχνίδια που είχαν ωραία μουσική: Exploding Fist, Rambo, Suicide Express, Sanxion, Hyper Sports, Loco, Monty on the Run. Ειδικά στο τελευταίο ήμουν παντελώς "κουλός" αλλά, θα το παραδεχτώ, δεκάρα δεν έδινα: το υπέροχο/μοναδικό/καταπληκτικό/ασύλληπτο - προσθέστε όποιο κοσμητικό επίθετο σας κάνει κέφι - tune του Rob Hubbard μεταμόρφωνε ένα αξιόλογο μα απλοϊκό platformer σε ένα σπάνιο έργο υπολογιστικής τέχνης. Κι έτσι, από τότε και στο εξής τα computer tunes κατείχαν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, καθώς κουβαλούσαν και το - ας το πούμε - μυστήριό τους: σε αντίθεση με τα γραφικά, την μουσική δεν μπορούσες να την ακούσεις έξω από τις βιτρίνες ή μέσα από τις σελίδες των περιοδικών. Έπρεπε να βρεθείς μπροστά στον υπολογιστή, να τρέξεις το παιχνίδι και να βυθιστείς στα υπέροχα άσματα του SID - ή να ξενερώσεις από μία αδιάφορη σύνθεση. Όπως και να 'χει, με αυτές τις εμπειρίες και αυτά τα ερεθίσματα ήταν αναπόφευκτο ακόμα και σήμερα να θεωρώ αναπόσπαστο στοιχείο ενός πραγματικά καλού 8/16bit video game την μουσική.
Fast forward στο φθινόπωρο του 1989: είμαι κάτοχος ενός Atari 520STFM, εργάζομαι σε computer shop στη Στουρνάρα (ΟΚ, Στουρνάρη για να είμαστε σωστοί) με κύριο αντικείμενο την αντιγραφή παιχνιδιών σε Amiga και Atari. Ναι, για ένα τουλάχιστον διάστημα ήταν η δουλειά των ονείρων μου!
Όπως καταλαβαίνει κανείς, όλα τα καινούρια παιχνίδια για τα δύο μηχανήματα περνούν από τα χέρια μου εκείνο τον καιρό. Βρισκόμαστε μάλιστα χρονικά στο κέντρο της μεγάλης διαμάχης Αταράδων-Αμιγκάδων και εγώ ο ίδιος, όντας κάτοχος ST από το 1986, εννοείται πως ανήκω στο στρατόπεδο των γκρίζων μηχανημάτων με τις διαγώνιες γρίλιες. Οι πρώτες επαφές μου με την Amiga, τα παιχνίδια της και το λειτουργικό της σύστημα ενισχύουν την πίστη μου στον Atari: η πλειοψηφία των παιχνιδιών είναι ports του ST με παρόμοια γραφικά και ήχο. Το μηχάνημα έχει αρκετά αναξιόπιστα disk drives (η ίδια δισκέτα που το πρωί φόρτωνε το απόγευμα αρνείται πεισματικά και την επόμενη μέρα συμβαίνει το αντίστροφο) και, το κυριότερο, το λειτουργικό του σύστημα είναι ένα δράμα: εικονίδια χωρίς σταθερό μέγεθος, πάναργο filesystem, ελάχιστες πραγματικά χρήσιμες δυνατότητες από το Workbench και, το χειρότερο; Μέσω του GUI δεν μπορούμε καν να δούμε τα αρχεία που δεν έχουν εικονίδιο (το "Show All" ως δυνατότητα ήρθε το 1991-92, με το Workbench 2.x)! Ένα δράμα γενικώς η κατάσταση, και το περίφημο preemptive multitasking - την καραμέλα του οποίου τόσα χρόνια πιπιλάνε οι Αμιγκάδες - ούτε λειτουργούσε υποδειγματικά αλλά ούτε και χρησιμοποιούταν από κανέναν. Το αγαπημένο "Say" ναι μεν είχε την πλάκα του, αλλά δεν αρκούσε για να χρυσώσει το χάπι. Παρόλα όσα είχα διαβάσει τόσα χρόνια για τις τρομερές hardware δυνατότητές της, η Amiga δεν είχε καταφέρει να με εντυπωσιάσει. Και τότε κυκλοφόρησε το Xenon 2...
Ο εμβληματικός αυτός τίτλος των Bitmap Brothers ήταν το - με διαφορά - εντυπωσιακότερο shoot 'em up της εποχής, και ένα παιχνίδι που ουσιαστικά εμείς οι κάτοχοι Atari ST περιμέναμε από την εποχή του... Goldrunner! Η έκδοση του Atari έφτασε στην Ελλάδα περίπου 2 εβδομάδες πριν από αυτήν της Amiga και, χωρίς υπερβολή, για εκείνες τις 2 εβδομάδες οι Αταράδες έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας: τι τα καταπληκτικά γραφικά, τι το εθιστικό gameplay, τι το ομαλότατο vertical scrolling, τι η sampled έκδοση του περίφημου Megablast των Bomb the Bass; Ο Atari ποια δεν είχε μονάδα το GEM, την εκπληκτική μονόχρωμη οθόνη, το PC-Ditto, το Degas Elite, το Dungeon Master και μια σωρεία επαγγελματικών εφαρμογών και αξιόλογων παιχνιδιών: είχε και το απόλυτο shooter! Για 2 μονάχα εβδομάδες...
Όταν έφτασε στο μαγαζί η έκδοση του Xenon 2 για την Amiga, άρπαξα την δισκέτα με τρεμάμενα χέρια και την έχωσα με δύναμη στο disk drive της 500άρας: ήταν η ώρα της κρίσης, the judgement day, η στιγμή που θα αποδεικνυόταν μια και καλή αν η Amiga μπορούσε να κάνει όσα ο Atari (στα παιχνίδια, τουλάχιστον). Τα γραφικά ήταν τα ίδια. Η παρουσίαση η ίδια. Το gameplay ίδιο και απαράλλαχτο. Ο ήχος όμως...
"Γαμώ το κέρατό μου" ξεφώνησα. "Όχι, δεν είναι δυνατόν!". Κι όμως, ήταν: αν μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσα ότι ο ήχος του Xenon 2 στον ST έπαιρνε ένα ολοκάθαρο δεκάρι, τότε στην Amiga τι θα έπρεπε να βάλουμε; 15; Ακόμα και το sampled κομμάτι στην εισαγωγή ήταν η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με αυτό του ST - τόσο, που ακόμα και κουφός θα μπορούσε να εντοπίσει τις διαφορές! Και μετά το tune του παιχνιδιού, οι εκρήξεις, το βάθος, η ποιότητα, η καθαρότητα και η χροιά του ήχου της Amiga ήταν σε εντελώς άλλο επίπεδο συγκριτικά με αυτόν του ST. Αν περίμενα το Xenon 2 να αναδείξει τον νικητή στην μάχη των 16bits, το είχε κάνει. Όχι όμως με τον τρόπο που επιθυμούσα...
Και μετά, εντελώς ξαφνικά, σε διάστημα 2-3 μηνών κυκλοφόρησαν κάποια παιχνίδια-ορόσημα, παιχνίδια που είχαν φτιαχτεί σε Amiga και δεν ήταν ports του Atari και, μάλιστα, παιχνίδια που εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τις δυνατότητες του δημιουργήματος του Jay Miner και της ομάδας του: μέσα σε λίγες μέρες κατέφτασαν το Shadow of the Beast και το Battle Squadron. Όσο κι αν εντυπωσίαζαν τα πολύχρωμα γραφικά και το parallax scrolling του πρώτου, πάντα θα μένει χαραγμένη στη μνήμη μου η στιγμή που άκουσα τις πρώτες νότες του μοναδικού του soundtrack να βγαίνουν από τα ηχειάκια του 1084S. Και, όσο κι αν ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να συλλάβω πώς επιτεύχθηκε η σεμιναριακού επιπέδου αυξανόμενη δυσκολία και η απόλυτη ισορροπία μεταξύ αυτής και του playability στο Battle Squadron, αυτό που μου έχει μείνει είναι το μελαγχολικό tune που ακούγεται όταν χάσουμε, στο high score table. Γιατί μέσα μου ήξερα ήδη από τότε, ότι ακόμα κι αν τα παιχνίδια αυτά κυκλοφορούσαν κάποτε και στον ST κι ότι ακόμα κι αν ήταν τέλεια, ποτέ δεν θα πλησίαζαν στον ηχητικό τομέα την Amiga: όπως, λίγα χρόνια πιο πριν οι ανταγωνιστές του Commodore 64 δεν είχαν SID, έτσι και αυτοί της Amiga δεν είχαν Paula. Τα εντυπωσιακά γραφικά, την κίνηση, ακόμα και το scrolling της Amiga μπορεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να τα έφτανε κουτσά-στραβά ο Atari, τον ήχο της ποτέ (δείτε τις εκδόσεις του ST στα Wings of Death, Jim Power και Rubicon για να καταλάβετε ότι δεν υπερβάλλω: πλησίαζαν... ανησυχητικά πολύ το "Amiga level").
Μια και πλησιάζει η St. Patrick's Day, την αφορμή για το παραπάνω κομμάτι μου το έδωσε το Celtic Heart, ένα καινούριο παιχνίδι για Amiga το οποίο ξεχωρίζει για - τι άλλο; - το soundtrack του! Όχι, ακούστε την ingame μουσική και πείτε μου μετά ότι αυτό που έκανε την Amiga να ξεχωρίζει και να κερδίσει τελικά την μάχη των 16bits ήταν το preemptive multitasking!
Monty on the Run -> παρόμοια βιώματα ;) Κουλαμάρα αλλά το αυτί...νΑΑΑΑ! Κολλημένο στο ηχείο! LOL! Τα ίδια και με το κατά τα άλλα ψιλό-ανιαρό Suicide Express :D και με τόσα άλλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό είναι Γιώργο: μόνο εσύ και όσοι άλλοι ήταν κάτοχοι Commodore 64 εκείνη την εποχή μπορούν να κατανοήσουν πλήρως τα όσα γράφω παραπάνω. Ακόμα και τώρα, ως γερασμένο κουφάλογο, επέλεξα τον loader της Ocean για ringtone στο κινητό μου. Για να αλλάξω το Monty on the Run, δηλαδή, που έπαιζε επί 5 χρόνια! :D
ΔιαγραφήΕγώ στην 500 Plus με το WB 2.04 δεν είχα τέτοια προβλήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟύτε όμως είχα ακούσει ή διαβάσει παράπονα από όσους έτρεχαν παλιότερη έκδοση του WB.
Εξ άλλου ανοίγοντας ένα CLI και με την εντολή DIR μπορούσες να δεις όλα τα αρχεία του drawer.
Το λειτουργικό του ST (όσο κατάφερα να το δω μέσω emulation αλλά και από κοντά σε εκθέσεις) έχει μια οπτική ωριμότητα σε σχέση με το WB 1.2/1.3 αλλά, δεν έχει καλή απόκριση στις κινήσεις του mouse.
Σου δίνει την αίσθηση ότι δεν υπακούει άμεσα στα κλικς ή τα κάνει register όταν θέλει εκείνο.
Αλέξη, δεν είχες "τέτοια" προβλήματα γιατί χρησιμοποιούσες το Workbench 2.04 το οποίο έχει τόσες ομοιότητες με το Workbench 1.x όσες έχει ένα iPad με έναν σκαντζόχοιρο! Το Workbench από τις έκδοση 2 και μετά ήταν εξαιρετικό GUI, μην σου πω και και το καλύτερο της εποχής του. Το 1.x από την άλλη ήταν ό,τι χειρότερο και γρήγορα διαπίστωνες ότι σχεδόν για οποιαδήποτε χρήση έπρεπε να καταφύγεις στο CLI και να έχεις και 2ο disk drive καθώς δεν είχε εσωτερικές εντολές!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι γενικά, όταν κάποιος φτιάχνει ή βαφτίζει κάτι ως "graphical user interface" υποτίθεται ότι αυτό εξυπηρετεί τη διασύνδεση/διεπαφή με τον χρήστη: αν είναι να καταφεύγεις στη γραμμή εντολών ακόμη και για ένα απλό DIR τότε, πολύ απλά, έχεις αποτύχει...
Αυτό που αναφέρεις πάντως για την αίσθηση του mouse στο GEM δεν το έχω παρατηρήσει. Μήπως είχε κάποιο θέμα ο συγκεκριμένος ST;
Βασικά δεν είχα ποτέ θέμα με τα drives στην 1.3 για 3 χρόνια (όσο την είχα δηλαδή) αλλά ούτε και όταν δούλευα στη 2000+ με relockick.
ΔιαγραφήΟύτε και στις 1.3 που έχω τώρα, οι μοναδικοί λόγοι που έκαναν το drive δύσχρηστο ήταν η έλλειψη binddrivers και σαν αποτέλεσμα να ήταν πιο αργά από της plus.
Όσο για το OS ναι, το pre-emptive μου έλυσε τα χέρια σε πολλούς τομείς αφού έκανα animation και δεν χρειαζόταν να κάνω έξοδο στο DPaint για να samplάρω κάτι στο AudioMasterIV η να παίξω στο Octamed3.
Όσο για το mouse poniter που λέει ο alex είναι λογικό να το "νιώθει" έτσι.
Είχε συνηθίσει το hardware sprite pointer της Amiga.
Το έβλεπα και σε μερικά παιχνίδια όπως το Lemmings.
Eνώ ήταν ωραίο στο DOS και έτρεχε στα 30fps όπως στην Amiga, δεν έκανε register μερικά clicks γιατί ήταν software. Στην Amiga το mouse έπαιζα στα 50fps ανεξαρτήτως το παιχνίδι.
Ξέχασα, υπήρχε και virus που έκανε τη δισκέτα κώλο και επηρέαζε το screen scroll αλλά πού να το ξέραμε τότε.
ΔιαγραφήΘα εκπλαγείτε πόσους ιούς έχουν οι δισκέτες/δίσκοι σας αν τις ψάξετε τώρα με το Virus Z :-D
Ας δεχτώ ότι ισχύουν τα όσα λες και δεν μιλάει ο Αμιγκικός φανατισμός. Επέτρεψέ μου, δουλεύοντας σε computer shop εκείνα τα χρόνια, να έχω πάρε-δώσε με δεκάδες Α500 καθημερινά και να έχω καλύτερη άποψη για την αξιοπιστία (την ποια;) του disk drive της. Το να γουστάρεις ένα μηχάνημα είναι σεβαστό, το να μη βλέπεις τα - εμφανέστατα - κουσούρια του, θεωρώ ότι δεν είναι.
ΔιαγραφήΔεν γίνεται βρε Vince να προσέχει κάποιος το ότι η κίνηση του pointer στην οθόνη είναι πιο ομαλή από στην Amiga απ' ότι στον ST αλλά ταυτόχρονα να μην προσέχει το πιο αργό filesystem στην ιστορία των υπολογιστών, το ότι για να κάνεις DIR σε μια δισκέτα πρέπει ή να έχεις κάνει copy την εντολή στην RAMDISK (αφού πρώτα είχες κάνει copy την... COPY, αν είναι δυνατόν!) ή να έχεις 2ο drive ή το ότι για να δεις όλα τα περιεχόμενα έπρεπε να καταφύγεις σε shell. Αυτό που λέω είναι ότι επί OS 1.3 η Amiga είχε χτυπητά κουσούρια που αντίστοιχα ούτε τα PCs ούτε ο ST δεν είχαν. Κι εσύ χρησιμοποίησες το multitasking είσαι η εξαίρεση, δεν είσαι ο κανόνας: η πλειοψηφία απλά έβαζε τη δισκέτα με το παιχνίδι όταν έβλεπε το χεράκι στην οθόνη - as simple as that.
Για να μην αναφερθώ στην Α1000 που έπρεπε να φορτώσεις το Kickstart από δισκέτα (όπως και το Workbench) και το μηχάνημα είχε 256ΚΒ μνήμης! Και έλα πες μου εσύ τώρα, ότι με αυτό το μηχάνημα μπορούσες να κάνεις περισσότερα απ' ότι με τον Atari ST. Ε, όχι, σαφώς και ΔΕΝ μπορούσες. Αν έβαζες επέκταση μνήμης και 2ο disk drive ΟΚ, ναι, ο υπολογιστής ήταν αυτός που έπρεπε να είναι. Χωρίς αυτά είχε μειονεκτήματα που μονάχα οι δηλωμένοι Αμιγκάδες θεωρούν ως πταίσματα...
Το ότι είμαι φανατικός αμιγκάς είναι γνωστό, αλλά αυτό δεν με κάνει ψεύτη, όυτε και εσένα βέβαια. Η πραγματικότητα του καθενός είναι διαφορετική, εσένα σου έτυχαν προβλήματα εμένα όχι.
ΔιαγραφήΓια τα 256Κ ναι αλλά νομίζω πως κ τα πρώτα st μοντέλα είχαν χαμηλή ραμ. Δεν είμαι σίγουρος για αυτό αλλά για το drive είμαι. Ο stm μου δεν έχει καν.
Πταίσματα το αργό drive ναι ήταν για μένα, με τη 2.04 στο ίδιο μηχάνημα έφτανες χ3 στο τέλος. Αν σκεφτείς το extra hardware, την ανοιχτή αρχιτεκτονική (είδαμε τρελό hardware&accelerators) που είχε και το τι μπορούσες να κάνεις με αυτήν, τότε ναι ήταν πταίσμα. Το multitasking ήταν εκεί, τα hardware/software επίσης, τώρα αν οι άλλοι έπαιζαν απλά παιχνίδια ήταν βαρεμάρα/ αδυναμία / επιλογή τους.
Εννοείται ότι το να είσαι φανατικός Αμιγκάς δεν σε κάνει ψεύτη: προκατειλημμένο σε κάνει, όπως και ο κάθε είδους φανατισμός! :D
ΔιαγραφήΠέρα από εμάς τώρα, αν προσπαθήσουμε να δούμε το θέμα αντικειμενικά, ο ST τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ πιο πλήρες, πολύ πιο "τίμιο" μηχάνημα από την Amiga, καθώς δεν υστερούσε σημαντικά σε κανέναν απολύτως τομέα, ενώ, ως κερασάκι στην τούρτα, ήταν και φθηνότερος.
Η Amiga, από την άλλη, ήταν το ονειρεμένο μηχάνημα. Με custom chips που της έδιναν δυνατότητες σε γραφικά και ήχο που ακόμα ίσως να μην έχουν εξερευνηθεί πλήρως, ήταν τόσο μπροστά από την εποχή της που, φυσιολογικά, και οι δημιουργοί της και οι αγοραστές μπορούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια σε μερικά ελαττωματάκια.
Το θέμα είναι ότι για έναν χρήστη που δεν ήθελε το μηχάνημα μονάχα για να παίζει παιχνίδια, αυτά τα ελαττώματα ήταν σημαντικότερα απ' όσο θα περίμενε κανείς - με τη λογική ότι κάποια πράγματα δεν περιμένεις να τα συναντήσεις σε ένα ολοκληρωμένο εμπορικό προϊόν. Το Workbench 1.x είχε σημαντικά προβλήματα (τα κυριότερα εξ αυτών τα ανέφερα παραπάνω) με αποτέλεσμα, απέναντι στο GEM που έδινε 5-10 δυνατότητες όλες κι όλες να δείχνει προχειροφτιαγμένο και ελαττωματικό - όπως και ήταν, άλλωστε.
Σκέψου, δεν είναι τυχαία η ριζική αλλαγή του Workbench μεταξύ 2.x και 1.x. Οι άνθρωποι της Commodore βρέθηκαν με μια καταπληκτική hardware πλατφόρμα στο οπλοστάσιό τους και ορθά, αποφάσισαν να κάνουν ριζικές αλλαγές εκεί που αυτές χρειάζονταν, με αποτέλεσμα το Workbench 2.x να μην αποτελεί απλά μια ευχάριστη έκπληξη, αλλά να είναι ένα GUI-παράδειγμα προς μίμηση σε πλήρη αντίθεση με τον προκάτοχό του.
Αλλά, με όλα τα παραπάνω έχω την αίσθηση ότι ξεφεύγουμε από το θέμα μας. Το ρεζουμέ της ανάρτησής μου είναι ότι, αν κάτι εμένα προσωπικά με εντυπωσίασε στον υπερθετικό βαθμό από την επαφή μου με την Amiga, αυτό ήταν ο ήχος της. Κάποιοι άλλοι - η πλειοψηφία πιθανότατα - θα πουν τα γραφικά της. Εσύ (άντε και ο Walkero) θα πείτε το multitasking. Είναι προφανώς υποκειμενική η προσέγγιση. Απλά προσωπικά στην Amiga - στην αρχή, τουλάχιστον - δεν είδα κάτι που να με αφήσει με ανοιχτό το στόμα και να με κάνει να καταραστώ την ώρα και τη στιγμή που επέλεξα τον Atari ST. Δεν ισχύει το ίδιο δυστυχώς με αυτά που άκουσα, καθώς εκεί η διαφορά όχι μόνο υπήρχε, όχι μονάχα ήταν αισθητή, αλλά ήταν και χαώδης...
Για την τιμή του ST πιστεύω πως ακολουθεί τον κανόνα ότι πληρώνεις παίρνεις. Στην amiga πλήρωνες τα customs,τον ήχο και τον δρόμο που σου άνοιγε για broadcasting. Ακριβό ίσως ένα μεγάλο μοντέλο για αυτόν που θα παίξει kick off, πάμφθηνο για τον επαγγελματια. Αν σκεφτείς πως με λιγότερο απο 1εκ είχες amiga με toaster που στεκόταν μπροστά σε πολλαπλές συσκευές εκατομμυρίων τότε ήταν "τσάμπα".
ΔιαγραφήΟ ST πέρα από το midi δεν είχε κάτι άλλο να μπει στο studio. Επίσης ήθελες 2 μονιτορς, ένα για ψυχαγωγία και το άλλο για υψηλή ανάληση (μονόχρωμη).
Δεν μισώ το μηχάνηνα Dony στο έχω ξαναπεί, απλά βλέπω τι μπορούσε να σου δώσει το καθένα και στην amiga έχω κάνει τα πάντα (σχεδόν)
Κοίτα, σε αυτά που γράφεις προφανώς και συμφωνώ: και λογικό (βασικά φθηνό) κόστος είχε η Amiga για broadcasting χρήση, και στον ST η φάση με τις 2 οθόνες ήταν απόλυτο ξενέρωμα.
ΔιαγραφήΑπό την άλλη, αν πας πίσω στην εποχή 1985-1989 τα χρήματα που έπρεπε να δώσεις για μια Amiga 500 (για τις πιο μεγάλες δεν το συζητάμε) για μια χρήση κάτι παραπάνω από plain gaming ήταν σχεδόν ασύλληπτα: Amiga 500 + RAM expansion + monitor (ή modulator) + 2ο disk drive το κουστουμάκι σου έβγαινε κάπου στις 260.000 δρχ. με τον βασικό μισθό από 48.000-55.000 δρχ ανάλογα με την εποχή. Δηλαδή 5 βασικούς μισθούς, σαν να λέμε κάτι του στυλ 2.000-2.500€ με σημερινά χρήματα για να έχεις ένα υπολογιστή για hobbyist use; Την ίδια στιγμή που με τον STFM που είχε modulator και δεν χρειαζόταν επέκταση μνήμης και 2ο drive για να κάνεις δουλειά την έβγαζες με 90.000-95.000 δρχ. Ε, μη μου πεις ότι ο παράγοντας χρήματα δεν έχει σημασία, ούτε πλούσιος δεν το υποστηρίζει αυτό! :D
Εννοώ μην βλέπουμε τον ST τώρα σαν κάτι που εύκολα το αγόραζες και την Amiga ακριβώς το ίδιο, γιατί δεν ήταν. Εγώ που ξεκίνησα να δουλεύω με βασικό μισθό το '89 κατάφερα να πάρω τελικά Amiga 500+ το 1993 με δόσεις! :0
Ναι δε λέω ακριβότερη, εμένα μου την αγόρασε ο πατέρας (εργάτης στο πέραμα).
ΔιαγραφήΤη ζήτησα χωρίς μόνιτορ αλλά μου το πήρε.
Δεν ήταν απαραίτητο το 2ο drive ρε συ, ούτε και η RAM για casual gaming.
Βρε, δεν λέω ότι ήταν απαραίτητο το δεύτερο drive και η επέκταση για gaming. Αλλά να, αν ήθελες π.χ. να πάρεις κάποιο αρχείο με γραφικά από ένα παιχνίδι και να το "πειράξεις" με το Deluxe Paint και μετά να το ρίξεις πίσω για να φτιάξεις την δική σου, "σπασμένη" version να εντυπωσιάσεις τους κολλητούς σου, το χρειαζόσουνα το drive (σίγουρα) και την μνήμη (πιθανότατα). Στον ST από την άλλη που είχε τα πάντα σε ROM (με ό,τι καλό και κακό αυτό συνεπάγεται) φόρτωνες το Degas Elite και απλά άλλαζες δισκέτες.
ΔιαγραφήΕν κατακλείδι ωραίες εποχές, καλά μηχανάκια και τα δύο, γλυκές αναμνήσεις και τα αγαπάω αμφότερα. Απλά, ο ήχος της Amiga αγγίζει... ευαίσθητες χορδές - σε μένα, τουλάχιστον! ;-)
Το DPaint ήθελε μόνο RAM και αυτό για animation.
ΔιαγραφήΔεν υπάρχει σύγκριση στο ήχο μεταξύ τους, το ένα είναι PSG το άλλο PCM.
Είναι σαν να συγκρίνουμε i7 με CELL, τελείως διαφορετικά και το καθένα με τη γλύκα του.
Δεν έχω γράψει "20 disk drive" παραπάνω. "Δεύτερο disk drive" εννοώ αλλά φαίνεται λάθος με αυτό το font!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Jim Power του ST είναι συγκρίσιμο με της Amiga; Κόψε τα ναρκωτικά ρε!
ΑπάντησηΔιαγραφή