Πρέπει να ήταν κάπου γύρω στο 1998-'99 αν δεν με απατά η μνήμη μου, μπορεί και λίγο νωρίτερα, όταν, εξερευνώντας το νέο (τότε) αυτό φρούτο που ονομαζόταν "internet" έπεσα πάνω σε ένα πρόγραμμα που υποστήριζε ότι εξομοίωνε τον
Commodore 64 μέσα από το
PC. Ο εξομοιωτής αυτός ονομαζόταν
CCS64 και, guess what?, έκανε ακριβώς αυτό που υποσχόταν, δίνοντάς μου τη δυνατότητα μετά από μια δεκαετία και βάλε να ξαναχαρώ το gameplay του
Hyper Sports, την μουσική του
Monty on the Run, τα γραφικά του
Gryphon, την ατμόσφαιρα του
Castle of Terror και πολλά ακόμη που με είχαν συντροφέψει στην εφηβεία μου, τότε που - για ένα διάστημα, τουλάχιστον - βασικός υπολογιστής μου ήταν ο κορυφαίος (σε πωλήσεις, και όχι μόνο) home computer όλων των εποχών. Έκτοτε, οι λέξεις "
emulator" και "emulation" μπήκαν στη ζωή μου και συνέλαβα τον εαυτό μου να προσπαθεί με επιτυχία ή μη να αναβιώσει εμπειρίες από όλα τα μηχανήματα που είχαν περάσει ποτέ από τα χέρια μου. Η ικανοποίησή μου ήταν μεγάλη και η χαρά με πλημμύριζε, καθώς απλά και ανέξοδα μπορούσα, μέσα λίγα λεπτά της ώρας, να στήσω ένα κλασικό μηχάνημα με όλη τη software βιβλιοθήκη του στο πανίσχυρο (συγκριτικά) PC. Ένας ολόκληρος κόσμος του παρελθόντος ανοιγόταν μπροστά μου και, αναμενόμενα, τα χρόνια που ακολούθησαν τον εξερεύνησα και με το παραπάνω...
Μπαίνοντας στη νέα χιλιετία τα χρήματα ήταν αρκετά και οι υποχρεώσεις λιγοστές και κατά συνέπεια είχα τις δυνατότητες και τον χρόνο να κυνηγήσω το real thing. Με τιμές κυριολεκτικά χώμα - αφού το hobby του retro computing απασχολούσε ελάχιστους και οι πάσης φύσεως "συλλέκτες" δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους - το hardware των '80s και '90s ήτοι τα
πραγματικά μηχανήματα ήταν πλέον ο στόχος. Κι έτσι πέρασε μια ολόκληρη δεκαετία που μάζεψα τα πάντα, από
ZX81 μέχρι
Amiga 4000, με ό,τι παλαβό περιφερειακό μπορεί κανείς να φανταστεί. Και με την απληστία να χτυπάει κόκκινα, αφού τα περισσότερα τα είχα τουλάχιστον σε... τριάδες (!), με τους
ZX Spectrum και
Amiga 500 να κατέχουν τα πρωτεία, αφού είχα πάνω από δέκα από το καθένα. Με την έλευση της τρέχουσας δεκαετίας τα πράγματα άλλαξαν και πάλι: κάτι ο χώρος, κάτι η οικονομική στενότητα, κάτι οι αυξημένες υποχρεώσεις έκαναν όλα τα μηχανήματα να πουληθούν με συνοπτικές διαδικασίες μέσα σε 1-2 χρόνια. Έτσι, έστρεψα για μία ακόμα φορά την προσοχή μου στην εξομοίωση προκειμένου να παίρνω την retro δόση μου. Και, όσο κι αν πλέον μπορώ με ικανοποίηση να δηλώσω ότι έχω πια στην κατοχή μου όλα τα "βασικά" μηχανήματα που με ενδιέφεραν (Spectrum,
Amstrad, Commodore και
Atari ST + Amiga), κάτι οι ανάγκες του
περιοδικού, κάτι η ευκολία και μονίμως ο περιορισμένος διαθέσιμος χώρος με οδηγούν στη συχνή χρήση των εξομοιωτών. Κι εδώ έρχομαι στην ερώτηση του τίτλου της ανάρτησης: εξομοίωση ή όχι; Γιατί έχουν εμφανιστεί εκεί έξω τόσοι πολέμιοι του emulation; Είναι ασυγχώρητη αμαρτία που πρέπει να τιμωρηθεί με εντατικό αυτομαστίγωμα το να παίζει κανείς
Lotus Esprit Turbo Challenge στον
WinUAE; Θα πάω στην
κόλαση; Πείτε μου, σας παρακαλώ!
Εδώ οι απόψεις σαφώς και διίστανται, αλλά, όπως και στα πάντα άλλωστε, μια ψύχραιμη προσέγγιση στο θέμα νομίζω ότι μπορεί να μας δώσει όλες τις απαντήσεις. Αν το προσέξετε, οι φανατικότεροι υπέρ του emulation είναι συνήθως αυτοί που στο παρελθόν "έχουν καεί". Ήτοι είχαν πέσει στο τριπάκι να ξοδεύουν και να ξαναξοδεύουν και μετά να ξοδεύουν ακόμα περισσότερα σε ένα ή περισσότερα παλιά μηχανάκια, πουσάροντάς τα μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο, αγοράζοντάς τους ό,τι περιφερειακό κυκλοφορούσε και ψάχνοντας μονίμως για το καρασπάνιο και υπερακριβό add-on που θεωρούσαν ότι λίγο ή πολύ θα τους προσέφερε απεριόριστη ικανοποίηση και ένα έντονο αίσθημα ολοκλήρωσης. Ε, όταν πλέον διαπίστωσαν ότι όλα αυτά ήταν μάλλον μάταια και ότι ξόδευαν χρήματα και χρόνο από τη ζωή τους σε ένα βαρέλι δίχως πάτο έκαναν στροφή 180 μοιρών (και όχι 360 μοιρών που
λέει ο πρωθυπουργός μας) και το έριξαν στην εξομοίωση, απολαμβάνοντας τις αδιαμφισβήτητες ευκολίες που αυτή προσφέρει, κερδίζοντας χρήμα, χώρο και, το κυριότερο, ψυχική ηρεμία. Μπορεί λοιπόν άραγε να κατηγορήσει κανείς αυτούς τους ανθρώπους που τάσσονται φανατικά υπέρ του emulation και όπου σταθούν κι όπου βρεθούν αναφέρονται με αηδία σε "χρέπια τριακονταετίας"; "Φυσικά και μπορεί", είναι η απάντηση, ειδικά αν έχουμε να κάνουμε με αυτούς που βρίσκονται στην ακριβώς απέναντι όχθη, ήτοι τους φανατικούς πολέμιους της εξομοίωσης, τους ανθρώπους που αν δεν χαϊδέψουν κιτρινισμένο πλαστικό θεωρούν ότι θα πάει στραβά η μέρα τους, τους real purists που αντιμετωπίζουν το φόρτωμα από κασέτα και τη ρύθμιση του αζιμούθιου της κεφαλής του κασετοφώνου ό,τι πιο κοντά στη νιρβάνα. Ναι, αναφέρομαι σε αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία retro fanatics που στον ελεύθερο χρόνο τους διαβάζουν
Αγόρι και
Ζάκουλα τρώγοντας
Fofico, βλέπουν ταινίες με τον
Στάθη Ψάλτη, αναπολούν τη χρυσή εποχή των
κασετών 8 track και καταριόνται πολλάκις ημερησίως τον
Bill Gates και τα PCs. Καμία σημασία δεν έχει γι' αυτούς το γεγονός ότι ο μισητός "Βασιλάκης" εδώ και χρόνια δεν πολυασχολείται με την
Microsoft και ότι η
x86 αρχιτεκτονική αποτελεί την βάση όλων των υπολογιστών που χρησιμοποιούν για τις
ουσιώδεις χρήσεις εδώ και μια εικοσαετία...
Αφήνοντας λίγο στην άκρη τους φανατικούς οπαδούς της εξομοίωσης και τους ορκισμένους εχθρούς τους που δεν πρόκειται ποτέ να χαρίσουν καλή κουβέντα σε μηχάνημα που δεν φέρει το logo της
Sinclair ή της
Commodore, να σας πω ότι αφορμή για αυτό το κείμενο μου έδωσε - τι άλλο; - ένας εξομοιωτής ή, πιο σωστά, ένα ολοκληρωμένο πακέτο εξομοίωσης για Atari ST/
TT/
Falcon που βασίζεται στον emulator
Hatari, τρέχει σε
Raspberry Pi, ονομάζεται
Rastari και αποτελεί προϊόν της δουλειάς του εκ Τουρκίας ορμώμενου 16bit lover που ονομάζεται Murat Özdemir. Ο καλός μας Murat λοιπόν έφτιαξε το Rastari το οποίο, χωρίς υπερβολή, λύνει τα χέρια όσων - όπως ο γράφων - σιχτίριζαν με την κατάσταση στην 16/32bit Atari scene τα τελευταία χρόνια. "Ποια κατάσταση;" θα αναρωτιέστε. Πολύ σύντομα θα σας πω ότι έχουμε φτάσει στο σημείο που, αν κάποιος θέλει να τρέχει νέες παραγωγές για τον Atari αλλά και κάποια αγαπημένα menu disks του παρελθόντος πρέπει να έχει στην κατοχή του έναν
STF/STFM (για τα παλιά παιχνίδια και demos), έναν
STE (για τα καινούρια παιχνίδια και demos) και... έναν Falcon (!) για τις platform specific παραγωγές. Χωρίς να ξεχνάμε το ότι θα πρέπει να έχουμε τρόπο να γράψουμε δισκέτες, να κατέχουμε ένα ή περισσότερα
Ultrasatan και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. "Ήμαρτον!", που θα αναφωνούσε και ο
Γεωργίου πνιγμένος από δίκαιη αγανάκτηση...
Το Rastari λοιπόν δίνει λύση σε όλα τα παραπάνω, προσφέροντας ένα all-in-one πακέτο με χαμηλό κόστος, όμορφο περιβάλλον και άψογη λειτουργικότητα. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται ελκυστικός ένας Commodore 64 των 50-80€ απέναντι στον
VICE, ο Falcon των 800-1000€ δεν πρόκειται ποτέ να με κερδίσει συγκριτικά με το emulation. Είπαμε, τα κολλήματα πρέπει να έχουν και τα όριά τους, όπως τα έχουν και τα πορτοφόλια μας!
Για το Rastari επιφυλάσσομαι να αναφερθώ αναλυτικά σε επόμενη ανάρτηση, καθώς πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αξιόλογο και προσεγμένο project, το οποίο δεν είναι όσο γνωστό θα του άξιζε να είναι. Οπότε αναμένετε στο... ακουστικό σας για αναλυτική παρουσίαση με πολύ οπτικό υλικό. Το υπόσχομαι!
Επιστρέφοντας στο κυρίως θέμα μας, νομίζω ότι η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου μπορεί - για οποιονδήποτε αντιμετωπίζει με γνώμονα τη λογική το όλο θέμα - αβίαστα να είναι "ναι, εννοείται, αλλά όχι μόνο". Γιατί, ναι μεν από τη μία οι ευκολίες είναι αμέτρητες και το οικονομικό κέρδος... ανυπολόγιστο, από την άλλη όμως "there's no such thing as the real thing". Συμβουλή δική μου; Αγοράστε, εξοπλίστε και στήστε σε περίοπτη και λειτουργική θέση το πλέον αγαπημένο σας μηχάνημα του παρελθόντος (άντε, και 2-3 απ' αυτά αν έχετε χώρο) και εξομοιώστε όλα τα υπόλοιπα. Γιατί κυκλοφορούν ασταμάτητα αξιόλογες νέες παραγωγές σε demos και παιχνίδια σε όλες τις πλατφόρμες και είναι κρίμα να μη μπορείτε να τις απολαύσετε ή να πληρώσετε μια περιουσία για να το κάνετε, έτσι δεν είναι;